Δημοσιεύθηκε στο emea.gr, 16.08.2019
Τις μέρες αυτές έπεσε στα χέρια μου και διαβάζω το «Ταξίδια και άλλα ταξίδια» του Antonio Tabucchi (εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης). Είναι ένα βιβλίο με ταξιδιωτικές σημειώσεις του, γνωστού, Ιταλού συγγραφέα αφού, όπως δηλώνει, «σε τελευταία ανάλυση, έχω ταξιδέψει πολύ, το παραδέχομαι – πήγα κι έζησα σε πολλά μέρη».
Ο συγγραφέας αφιερώνει ένα από τα μεγαλύτερα κείμενά του για να κοροϊδέψει τους «Ρόμπινσον». Επειδή ένας φίλος του μπερδεύτηκε, του έκανε κράτηση στο Κανκούν αντί για ένα boutique κατάλυμα ως συνήθως, σε ένα all-inclusive resort που τότε λειτουργούσε το club Robinson (σήμερα όχι, νομίζω έχει γίνει club Med, έχει όμως club Robinson στην Ελλάδα).
Το τι ακούει το ατυχές γκρουπ που έπεσε στην κριτική ματιά του δεν λέγεται: Είναι όλοι τους «ξανθοί, ψηλοί, σωματώδεις, κουρασμένοι». Τους έφερε, και τους πήρε, ένα «υπερ-μοντέρνο πούλμαν». Τα ποτά που τους προσέφερε το κατάλυμα ήταν «υγρά στις γυάλινες καράφες πολύ κόκκινα, πολύ πράσινα, πολύ πορτοκαλιά, και το καθένα είχε την ίδια ταμπελίτσα: tropical cocktail». Έκαναν μια «αερόμπικ γυμναστική υπακούοντας σε μια εκκωφαντική μουσική». Έτρωγαν από έναν «τερατώδη μπουφέ» ενώ τα παιδιά τους ούρλιαζαν «chips, chips, chips». Διασκέδαζαν με μουσική από τις «ντισκοτέκ της Βαυαρίας ή του Τέξας με τη συνοδεία ψυχεδελικών φώτων». Και άλλα τέτοια πολλά, μέχρι που επιτέλους πήραν μαζί τους τα «μπεστ-σέλλερ σε εκδόσεις τσέπης» που διάβαζαν και πήγαν να ανταλλάξουν εμπειρίες με τους, αντίστοιχης ποιότητας, φίλους τους.
Αυτά από τον Tabucchi για τους all-inclusive τουρίστες.
Όμως οι «ποιοτικοί» τουρίστες είναι άραγε καλύτεροι; Ας δούμε, για παράδειγμα, τι κάνει ο ίδιος ο Tabucchi σε κάθε τόπο που επισκέπτεται – με όλα αυτά που μας λέει, υποθέτω ότι τους εκπροσωπεί.
Ο Tabucchi μπορεί να μην κλεινόταν σε resort, όμως κατάφερε να μας παρουσιάσει κάθε ήπειρο σε καμιά σαρανταριά σελίδες, δηλαδή πέντε με δέκα σελίδες ανά χώρα, δύο ή το πολύ τρείς για κάθε πόλη. Όλη δηλαδή η υφήλιος σε λιγότερες από τριακόσιες σελίδες – επίδοση που θα ζήλευε κάθε τεχνοκράτης. Έχει την πολυτέλεια να ταξιδεύει μόνος ή το πολύ με τη γυναίκα του, και νιώθει τόσο εξαιρετικά τις μια-δύο φορές που πήρε την κόρη του μαζί του που μας το αναφέρει δύο φορές ανά σελίδα (όχι ότι ήταν και συνέχεια μαζί, αφού στο ίδιο ταξίδι μπήκε και σε «πορνομάγαζο»).
Τον Tabucchi δεν τον νοιάζει το κόστος, αφού τα περισσότερα ταξίδια του συνδυάζονται με συνέδρια και άλλες επαγγελματικές απασχολήσεις, επομένως τα έξοδα είναι όλα πληρωμένα (και τα έσοδα από την δημοσίευση των κειμένων τού μένουν, άλλο ένα τεχνοκρατικό επίτευγμα). Δουλεύει πολύ με ταξιδιωτικό οδηγό, κάτι που επηρεάζει την δομή όλων των κειμένων του: Μετά από μια γενική εισαγωγή, κατάλογος με αξιοθέατα που «πρέπει» κανείς να δει (check list ή και bucket list, στα ελληνικά). Αν περιλάμβανε και προτάσεις για καφέ-εστιατόρια οι επισκέψεις του σε κάθε πόλη δεν θα απείχαν πολύ από εκείνες που προτείνουν τα περιοδικά των αεροπορικών εταιρειών.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Μην παρεξηγηθώ, ο Tabucchi ήταν καταπληκτικός συγγραφέας επιπέδου νομπέλ λογοτεχνίας, το κείμενό του το χρησιμοποιώ εδώ μόνο ως αφορμή. Τα αναφέρω, επειδή δεν είναι ωραίο να κοροϊδεύει κανείς. Είναι πολύ εύκολο να σπάσεις πλάκα τόσο εναντίον των all-inclusive όσο και εναντίον των «ποιοτικών» τουριστών. Στην πραγματικότητα όμως τα all-inclusive είναι καταπληκτικά αν έχεις μικρά παιδιά, σε νοιάζει το κόστος, και θέλεις απλά να ξεκουραστείς. Οι «ποιοτικές» επισκέψεις ενδείκνυνται όταν είσαι ζευγάρι ή μόνος, έχεις όρεξη για περιπέτεια και λεφτά για ξόδεμα. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει σωστό και λάθος, είναι διαφορετικά πράγματα που απευθύνονται σε διαφορετικούς ανθρώπους – ή, και στον ίδιο άνθρωπο αλλά σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του.
Ας λείπουν, επομένως, οι ελιτισμοί μιας «δήθεν» κουλτούρας – διότι είναι γεγονός ότι αρέσκονται να κοροϊδεύουν, επιδεικνύοντας την ανωτερότητά τους, οι «δήθεν» τους all-inclusive. Το μόνο που έχουν καταφέρει τόσα χρόνια είναι δημιουργήσουν άλλες στρατιές από τουρίστες, εκείνους που αποφεύγουν μεν τα resort αλλά συρρέουν στις «δήθεν» εκτός πεπατημένης παραλίες, στα «δήθεν» ψαγμένα μέρη και εστιατόρια, δημιουργώντας και κει το αδιαχώρητο. Έχουν τόσο ψηλά την μύτη τους που δεν βλέπουν ότι σε αυτόν τον κόσμο, όπου ακόμα και οι ντόπιοι τουρίστες είμαστε στην ουσία, υπάρχει άφθονος χώρος για όλες τις φυλές και για όλες τις προτιμήσεις, χωρίς να χρειάζεται ο ένας να υψώνει το δάχτυλο στον άλλον.