Δημοσιεύθηκε στο EpiDexia.blog, 9.06.2021
Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Άγρα το βιβλίο «Ελεύθερος να Υπακούς: Το Management από το Ναζισμό μέχρι Σήμερα» του Johann Chapoutot. Το βιβλίο δεν μπορώ να το προτείνω σε κανέναν για τους λόγους που θα αναφέρω αμέσως παρακάτω. Ο μόνος τρόπος να μην θεωρήσει ο αναγνώστης ότι έχασε εντελώς το χρόνο του και τα χρήματά του είναι να το αντιμετωπίσει ως αντι-παράδειγμα: Αντι-παράδειγμα, ώστε να καταλάβει με πρακτικό τρόπο γιατί ένας συγγραφέας δεν πρέπει να μπλέκεται με επιστήμες που δεν γνωρίζει (και δεν συμπαθεί), δεν πρέπει να καταφεύγει σε εντυπωσιακούς τίτλους που όμως δεν δικαιολογούνται από το κείμενο που ακολουθεί, και, κυρίως, γιατί δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το βήμα που του δίνει η απέχθεια όλων μας προς τους ναζί ώστε, έμμεσα, να προπαγανδίσει τις αριστερές του ιδέες – ή, καλύτερα, ιδεοληψίες.
Αρχικά όμως για τις Εκδόσεις Άγρα: Από ό,τι βλέπω το βιβλίο το τοποθέτησε στη σειρά της «Λογοτεχνία – Δοκίμια – Μαρτυρίες για τα Χρόνια του Ναζισμού στην Άγρα». Καλή ιδέα να ξεκινήσει ο εκδότης τέτοια σειρά, όμως οι τίτλοι που βάζει σε αυτήν με παραξένεψαν: Το «Όσα δεν Είπες» του Μαζάουερ; Μα, γι αυτό είχαμε μιλήσει εδώ και καιρό, δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα για ναζισμό αλλά πολλά, μα πάρα πολλά για σταλινισμό. Το ανέσυρα από τη βιβλιοθήκη μου, και πράγματι η παραπάνω σειρά δεν αναφέρεται εκεί, παρότι έκδοση του 2019. Καλή ιδέα η δημιουργία σειράς για τον ναζισμό, όμως δεν ξέρω αν η αναδρομική τοποθέτηση βιβλίων σε αυτήν εκπληρώνει το σκοπό της δημιουργίας της – νομίζω πως όχι.
Σε κάθε περίπτωση, ειδικά τώρα για το βιβλίο, το μεγαλύτερό του πρόβλημα είναι ότι δεν εκπληρώνει όσα υπόσχεται στον τίτλο του, ούτε καν στο οπισθόφυλλό του. Το θέμα «Το Μάνατζμεντ από το Ναζισμό μέχρι Σήμερα» δεν καταλαμβάνει ούτε τη μισή του έκταση: Ολόκληρο το βιβλίο είναι 150 σελίδες και η λέξη «μάνατζμεντ» πρωτο-εμφανίζεται στη σελίδα 73. Στο οπισθόφυλλο μας υπόσχεται ότι θα μας μιλήσει για κάποιον Ράινχαρτ Χεν, όμως τον πρωτο-συναντάμε στη σελίδα 49.
Το δεύτερο μεγάλο του πρόβλημα είναι η ειδικότητα του συγγραφέα. Ο συγγραφέας είναι καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στη Σορβόννη, με ειδίκευση στη ναζιστική πολιτική. Επομένως, δεν είναι ούτε ειδικός στο Μάνατζμεντ ούτε στη Νομική. Δηλαδή, τα δύο βασικά αντικείμενα του βιβλίου του, το Μάνατζμεντ, σύμφωνα με τον τίτλο του, και η Νομική, σύμφωνα με την ειδικότητα του Ράινχαρτ Χεν, του διαφεύγουν.
Έτσι, το βιβλίο εξελίσσεται σύμφωνα με τους παραπάνω περιορισμούς. Τα πρώτα του κεφάλαια μιλούν για το διοικητικό σύστημα που προσπάθησαν να εφαρμόσουν οι ναζί κατά τα δώδεκα χρόνια της κυριαρχίας τους. Εδώ μπερδεύεται η διοικητική επιστήμη, το δημόσιο δίκαιο και η ιδεολογία των ναζί. Κατά τη γνώμη μου η ανάλυση δεν πείθει, επειδή προσπαθεί να καλύψει πολλά και διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα σε περιορισμένο χώρο και χωρίς το ταλέντο του ειδικού να εξηγεί πολλά με λίγα λόγια.
Η συνέχεια δεν είναι καλύτερη. Οι επόμενες πενήντα σελίδες επικεντρώνονται στον Ράινχαρτ Χεν, έναν νομικό που προσωπικά δεν γνώριζα. Αν πιστέψουμε τον συγγραφέα (κάτι που θα ήταν ιδιαίτερα τολμηρό, αφού αποστολή του είναι να τον «κατεδαφίσει»), πρόκειται για έναν πρώην θεωρητικό ναζί (Ες Ες) που πρόθυμα πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην μεταπολεμική Γερμανία και στην επιστήμη του Μάνατζμεντ. Αρχικά νομικός, δεν έπεισε τον ίδιο του τον καθηγητή, τον, γνωστό, Κάρλ Σμίτ, πήρε έδρα νομικής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου από τους ναζί, μετά τον πόλεμο φαίνεται ότι παράτησε τη νομική και ασχολήθηκε με το Μάνατζμεντ, έχοντας γράψει μέχρι τον θάνατό του, το 2000, δεκάδες βιβλία. Η δράση του ως πρώην ναζί αποκαλύφθηκε, οι ιδέες του και η σχολή που ίδρυσε απαξιώθηκαν, όμως τελικά φαίνεται ότι εγκωμιαστικά σχόλια μετά το θάνατό του δέχτηκε και από αριστερά έντυπα.
Σε κάθε περίπτωση, δεν έχω καμία απολύτως αντίρρηση με την αποστολή του συγγραφέα να «κατεδαφίσει» τον Χεν. Αφού πρόκειται αποδεδειγμένα για πρώην ναζί, πολύ καλά του κάνει. Όμως αυτή η αποστολή δεν εξυπηρετείται από τις εγγενείς ελλείψεις του συγγραφέα. Το γεγονός ότι δεν γνωρίζει, και δεν ενδιαφέρεται να μάθει (ούτε και εκτιμά, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω) το Μάνατζμεντ σημαίνει ότι οι επικρίσεις του για τη διδασκαλία του Χεν πέφτουν στο κενό. Για τη σύνδεση με το σύγχρονο Μάνατζμεντ ούτε λόγος – η πιο πρόσφατη παραπομπή του είναι από τη δεκαετία του 1980. Επίσης, η άγνοιά του για το δίκαιο σημαίνει ότι οι όποιες θεωρητικές αναζητήσεις του Χεν, που δεν ήταν και εμβριθείς, δεν αξιολογούνται. Όπως ήδη είπα, πολύ καλά κάνει και «κατεδαφίζει» τον Χεν για το ναζιστικό του παρελθόν παραθέτοντας ιστορικά στοιχεία για τη δράση του. Όμως, αφού ο συγγραφέας μόνο μέχρι εκεί μπορεί να πάει, επειδή μέχρι εκεί του δίνουν άνεση οι ειδικές, ιστορικές, γνώσεις του, εκεί έπρεπε να σταματήσει.
Ή, ακόμα καλύτερα, ας μην έγραφε αυτό το βιβλίο καθόλου: Το «ξεσκέπασμα» του Χεν το έκαναν άλλοι εδώ και πενήντα χρόνια, οι ιδέες του απαξιώθηκαν, την ιστορία των ναζί την μελετούν άλλοι (όπως άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας σε άλλα έργα του), ποιος ο λόγος να γράψει αυτό εδώ το βιβλίο;
Μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω, αφού το βιβλίο, όπως είδαμε ούτε δομή ούτε αξιόλογη επιχειρηματολογία, εκτός ιστορικών γεγονότων, διαθέτει. Νομίζω ότι τα πραγματικά κίνητρα του συγγραφέα αποκαλύπτονται στον Επίλογο. Εκεί, ο συγγραφέας ξεκινά ένα αντι-Μάνατζμεντ / αντι-καπιταλιστικό / ακρο-αριστερό παραλήρημα, όπου μας εκθέτει τις ιδέες του για τη σύγχρονη κοινωνία: «Η εποχή των μαζών είναι η εποχή της μαζοποίησης του καθεστώτος του έμμισθου εργαζόμενου, με την εμφάνιση οργανωτικών μεγαθηρίων, των οποίων οι εσωτερικές λειτουργικές δομές αποτέλεσαν το αντικείμενο μιας «επιστήμης», εκείνης του μάνατζμεντ. Πολιτικοί στοχαστές, που αντιλήφθηκαν νωρίς αυτή την οικονομική εξέλιξη πίστεψαν ότι η λύση θα ήταν η άρνηση -άρνηση της ιεραρχίας, της εξουσίας, της καταπίεσης και της υποταγής -, δηλαδή η αναρχία με την πιο βασική της έννοια. Η απάντησή τους εγκαινίαζε μια νέα πολιτική κοινωνία χωρίς οικονομικές οργανώσεις, χωρίς επιχειρήσεις, ή μόνο με μικρού μεγέθους επιχειρήσεις. Το ιδανικό, ήδη από τον Rousseau, ήταν ο ανεξάρτητος επαγγελματίας -ο επαρχιώτης ωρολογοποιός ή τεχνίτης της πέτρας, ο ελεύθερος παραγωγός […]. Αυτοί οι συγγραφείς και οι ιδέες τους δεν έπαψαν να εμπνέουν εναλλακτικές πρακτικές, από τους μη ιεραρχικά οργανωμένους συνεταιρισμούς μέχρι την επιστροφή στις αγροτικές εργασίες […] Μια αναρχική Αρκαδία, που γλίτωσε από την υποταγή και το μάνατζμεντ, αλλά που ωστόσο δεν είναι παράδεισος. Η σκληρή πραγματικότητα της δουλειάς, του κόπου που πρέπει να καταβληθεί, της αγωνίας για το αποτέλεσμα, είναι πράγματα που παραμένουν χωρίς όμως την αποξένωση. Τι ωραία που είναι να δουλεύεις για τον εαυτό σου ακούμε να λένε με ευχαρίστηση όσοι αναπαλαιώνουν κάποιο σπίτι στην εξοχή και αρχίζουν πάλι να καλλιεργούν το περιβόλι. Έχουμε να κάνουμε με αφελή και ανεύθυνο σολιψισμό; Όχι απαραίτητα, όπως δείχνει η επιτυχία της οικονομίας κοινωνικής αλληλεγγύης – και η παραγωγή του περιβολιού που μοιράζεται σε όλους».
Παρωχημένος (τα «οργανωτικά μεγαθήρια» ήταν την εποχή του Μαρξ, σήμερα τα οικονομικά μεγαθήρια έχουν πολύ λιγότερους εργαζόμενους), ιδεοληπτικός («αναρχική Αρκαδία», «αποξένωση»), εκτός πραγματικότητας (που ακριβώς βλέπει την «επιτυχία της οικονομίας κοινωνικής αλληλεγγύης»;), κινδυνολόγος («ό,τι ζούμε σήμερα στα παιδιά μας θα φαίνεται το ίδιο παράξενο όσο σε εμάς τα Ες Ες»(!!!)), σε σύγχυση (στον επίλογο εξαφανίζεται το Μάνατζμεντ και μιλά ξαφνικά για το «Μάρκετινγκ»), ο συγγραφέας είναι τυπικό δείγμα της αριστερής νεομαρξιστικής σκέψης, που μισεί τους πάντες και τα πάντα γύρω της, βρίσκει παντού προβλήματα, και φαντασιώνεται ουτοπίες. Αν είναι για κάτι που θα απορούν τα παιδιά μας στο μέλλον δεν είναι γιατί η κοινωνία μας είναι αυτή που είναι σήμερα, αλλά γιατί κάποιοι άνθρωποι ενώ πλουσιοπάροχα απολαμβάνουν ό,τι καλύτερο έχει να τους δώσει, πίνοντας καφέ εκεί στην αριστερή όχθη στο Παρίσι, επιμένουν να την μισούν και να την απεχθάνονται τόσο πολύ. Αν τους το επιτρέψουμε, η πρότασή τους θα μας οδηγήσει όλους πίσω, να γίνουμε «τεχνίτες της πέτρας» ή να «επιστρέψουμε στις αγροτικές εργασίες» – όπως για παράδειγμα θαυμάσια συνέβη στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα…
ΥΓ: Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο Last Exit to Utopia: The Survival of Socialism in a post-Soviet Era, του Revel, έτσι, για να μείνουμε σε γαλλικό περιβάλλον.