Δημοσιεύθηκε στο EpiDexia.blog, 19.08.2020

Εδώ και χρόνια έχω εντοπίσει (από ερασιτεχνικό διάβασμα, δεν είναι το πεδίο ειδίκευσής μου) και παρακολουθώ όσο μπορώ αλλοδαπούς συγγραφείς που γράφουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (και) για την Ελλάδα: ΜαζάουερLlewellyn-SmithArtemis Cooper (και, ίσως εξαιτίας της κατά καλή μας τύχη, Antony Beevor), και, φυσικά τον Roderick Beaton, ο οποίος άλλωστε το κάνει εξ επαγγέλματος: Μέχρι το 2018 ήταν καθηγητής στην Έδρα Κοραή Νεοελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Φιλολογίας στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και από το 2012 διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο ίδιο Πανεπιστήμιο.

Δεν γνώριζα καθόλου για το ενδιαφέρον του Beaton για την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ιστορία της Ελλάδας. Πίστευα ότι επικεντρώνεται μόνο στην λογοτεχνία, παρασυρμένος ίσως από τη βιογραφία του για τον Σεφέρη (και παλιότερα από την Εισαγωγή του στην Ελληνική Λογοτεχνία). Διαψεύστηκα, με εξαιρετικά ευχάριστο τρόπο, πλήρως.

Ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι το βιβλίο είναι «βιογραφία» και όχι «ιστορία» της Ελλάδας, και ίσως καλά κάνει ώστε να αποφύγει τους σχετικούς, επαγγελματικούς, σκοπέλους. Όμως, ας μην γελιόμαστε, το βιβλίο αποτελεί ιστορία της Ελλάδας, από την επανάσταση του 1821 μέχρι το χρόνο που γράφτηκε (κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ).

Κατά τη γνώμη μου, αν πρόκειται κανείς να διαβάσει μετά το σχολείο μια επισκόπηση της ιστορίας της Ελλάδας (ή να δωρίσει ένα βιβλίο για την Ελλάδα σε αλλοδαπούς φίλους του ώστε να μας καταλάβουν καλύτερα) τότε δεν χρειάζεται να ψάξει παραπέρα. Το βιβλίο καλύπτει με πλήρη ανάλυση όλες τις περιόδους, είναι καλογραμμένο, ευκολοδιάβαστο, και, κυρίως, αντικειμενικά γραμμένο.

Πως καταλήγω ότι ένα βιβλίο ιστορίας είναι αντικειμενικά γραμμένο; Πολύ εύκολα: Τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, από το Παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ μέχρι την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αφορούν γεγονότα που έζησα ο ίδιος. Κατά τη γνώμη μου ο συγγραφέας υιοθετεί μετρημένη και αντικειμενική στάση, με κριτική που σε άλλα σημεία θα δυσαρεστήσει δεξιούς και σε άλλα αριστερούς – εκεί ακριβώς εντοπίζεται η αντικειμενικότητα.

Δεύτερο στοιχείο αντικειμενικότητας: Ο συγγραφέας δεν διστάζει να στραφεί κατά των συμπατριωτών του όταν κρίνει ότι πρέπει, όπως για παράδειγμα όταν επιρρίπτει στην Αγγλία σχεδόν πλήρη την ευθύνη για το Κυπριακό (μια άποψη που στην Ελλάδα, μετά το φιάσκο της χούντας, έχει σχεδόν ξεχαστεί).

Τα μοτίβα του βιβλίου

Το βιβλίο έχει τρία μοτίβα που τεκμηριώνει πλήρως και με έπεισαν απολύτως:

(1) Η τύχη της Ελλάδας αποφασίστηκε πάντα μακριά της, από τις κάθε φορά «Μεγάλες Δυνάμεις», ποτέ αποκλειστικά από την ίδια και πολύ συχνά μάλιστα χωρίς καν τη συμμετοχή της. Εξαιτίας του μικρού της μεγέθους και των περιορισμένων υλικών της μέσων ουδέποτε βρέθηκε σε θέση να επιλέξει και να επιβάλλει οτιδήποτε μόνη της, ούτε σε πολιτικό ούτε σε στρατιωτικό επίπεδο. Αυτό είναι ένα διαχρονικό μάθημα, επαναλαμβανόμενο ανελλιπώς κάθε 20-30 χρόνια από το 1821 μέχρι και το 2015, έτσι ώστε ακόμα και οι τελευταίοι Έλληνες που δυσπιστούν να το εμπεδώσουν (βλ. σημείο (3) παρακάτω).

Καλά, επομένως, τα πήγαμε όταν ικανοί πολιτικοί διαχειρίστηκαν με τρόπο επωφελή για την Ελλάδα τη διεθνή συγκυρία. Καταστραφήκαμε, κάθε φορά που ανίκανοι πολιτικοί δεν κατάφεραν να διαβάσουν σωστά τη διεθνή κατάσταση.

(2) Η, θαλάσσια, γεωγραφία της Ελλάδας καθόρισε την τύχη της. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα αναγκαστικά βρέθηκε πάντα στη ζώνη επιρροής ναυτικών, όχι χερσαίων, δυνάμεων. Με ακόμα πιο απλά λόγια, οι Ρώσοι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ποτέ δεν μας είδαν σοβαρά, από τα Ορλωφικά του 1770 της Μ. Αικατερίνης μέχρι και την «άρνηση δανείου» του Πούτιν στον Α. Τσίπρα το 2015. Τίποτα στην ουσία δεν έχει αλλάξει τα τελευταία 250 χρόνια: Μέχρι και το Καλοκαίρι του 2020, καθώς στο Λιβυκό που γράφονται αυτές εδώ οι γραμμές κάνουν κοινές ναυτικές ασκήσεις Ελλάδα και Γαλλία, η Ελλάδα παραμένει στην επιρροή και χρειάζεται τη βοήθεια ναυτικών δυνάμεων της Μεσογείου – ευτυχώς για εμάς, Δυτικών.

(3) Υπάρχει μια βαθιά διαχωριστική γραμμή μεταξύ των Ελλήνων από το 1821 μέχρι το 2015, γραμμένη πλέον στο DNA τους: Η ρεαλιστική και η ουτοπική Ελλάδα:

• Η ρεαλιστική Ελλάδα λαμβάνει υπόψη της το σημείο (1) παραπάνω, θέλει την Ελλάδα «κοντά» στη Δύση (το 1821 σε Αγγλία/Γαλλία, μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο στις ΗΠΑ, μετά το 1981 στην Ευρώπη), και το παλεύει όσο καλύτερα μπορεί.

• Η ουτοπική Ελλάδα θέλει την Ελλάδα «αυτάρκη», «να κανονίζει μόνη της την τύχη της», «μικρή αλλά τίμια», μακριά από οποιαδήποτε ξένη επιρροή να φτιάχνει μια δική της κοινωνία δίκαιη και ηθική και με συλλογικότητες και με όλα τα καλά του κόσμου. Υποδόρροια εδώ και 250 χρόνια την θέλει «κοντά» στην Ρωσία, ανεξαρτήτως Τσάρου ή Μπολσεβίκων ή Πούτιν. Ξεκίνησε από το «Ρωσικό» κόμμα της Επανάστασης του 1821 και την οικογένεια Κολοκοτρώνη, μετατράπηκε σε Αριστερό/Κομμουνιστικό αίτημα από τον Εμφύλιο Πόλεμο και μετά, και σήμερα ταυτίζεται με το εθνικό/λαϊκιστικό μπλοκ της προηγούμενης κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Η προσωπική μου ικανοποίηση: Επιτέλους αναγνωρίζεται ως κεντροδεξιός πολιτικός ο Ε. Βενιζέλος

Ανέλπιστα στο βιβλίο με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη: Εδώ και καιρό θεωρούσα τον Ε. Βενιζέλο κεντροδεξιό πολιτικό, και μάλιστα κατά τη διάρκεια και των τριών πολιτικών περιόδων της ζωής του (πολλοί διακρίνουν δύο ή και τρεις πολιτικούς αντίστοιχα για κάθε μια). Ουδέποτε διέκρινα έστω και μια σοσιαλιστική πολιτική στην καριέρα του (ίσα ίσα…), ενώ μάλιστα αυτές του ήταν ήδη γνωστές και οικείες. ‘Ετσι, απορούσα με την (κατά)χρήση της εικόνας του Ε. Βενιζέλου από το Παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ και το μηχανισμό προπαγάνδας του. Η μόνη ερμηνεία που έχω γι αυτό είναι η ανάγκη του ΠΑΣΟΚ να κολακέψει την ΠΑΣΟΚογενή (και πλέον ΣΥΡΙΖΑϊκή) Κρήτη. Ανέλπιστο σύμμαχο στη σκέψη μου βρήκα στον συγγραφέα, που αναφέρει (εξηγώντας τον Εμφύλιο) ότι «on one side was the communist left. On the other, an anti-communist right that had increasingly coalesced around support for the monarchy as the only guarantee for an established order. The kind of centre-right republicanism that had long been associated with the name of Venizelos became hopelessly squeezed between these two extremes”.

Αντί επιλόγου – κάλεσμα στα (σύγχρονα) όπλα

Η συγγραφή του βιβλίου ξεκίνησε από το 2015 αλλά κατά τη γνώμη μου είναι αποτέλεσμα εργασίας μιας ζωής – αντικειμενικά, άλλωστε, αποκλείεται ένας συγγραφέας να επεξεργάστηκε τόσο υλικό σε μόλις τρία χρόνια. Επίσης, ο συγγραφέας από την αρχή γνωρίζει ότι στην ουσία δεν γράφει μόνο για την Ελλάδα αλλά απευθύνεται σε όλους: «I believe — indeed with a passion — that Greece and the modern history of the Greek nation matter far beyond the bounds of the worldwide Greek community», θεωρεί δηλαδή ότι το παράδειγμα της Ελλάδας μπορεί να αφορά όλους, ιδίως, νομίζω, τα μικρά εκείνα κράτη που ενδεχομένως βρίσκονται σε παρόμοια μοίρα με αυτήν.

Αρνητικό για το βιβλίο δεν μπορώ να βρω ούτε ένα: Ομολογουμένως διάβασα το πρωτότυπο στα αγγλικά και όχι την μετάφραση από τις εκδόσεις Πατάκη, επομένως δεν γνωρίζω τίποτα γι αυτήν. Παρόλα αυτά αν έπρεπε κάτι να πω, τότε ίσως οι διαρκείς αναφορές του στο «σήμερα», όπου «σήμερα» για τον συγγραφέα ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δίνει ίσως στο βιβλίο δυναμισμό και επικαιρότητα του αφαιρεί όμως από τη διαχρονικότητα – με άλλα λόγια, δεν ξέρω πως θα διαβάζονται σε είκοσι χρόνια από τώρα οι τόσο εκτεταμένες αναφορές στον Βαρουφάκη.

Τα διεθνή Μέσα ασχολήθηκαν με το βιβλίο τον Μάρτιο, όταν εκδόθηκε, με θετικές ή και ενθουσιώδεις κριτικές (πρόχειρα, Financial TimesWSJ (σε paywall)). Δεν έλλειψαν όμως και τα παράπονα από τα αριστερά, πχ. από τον Spectator, αναφερόμενα στα, γνωστά, “κωλύματα” της Αριστεράς με τον Εμφύλιο Πόλεμο και με το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ.

Ο συγγραφέας, ακόμα και μετά την συνταξιοδότησή του, συνεχίζει να ασχολείται ενεργά με την Ελλάδα, πλέον και ως μέλος της Επιτροπής για το 1821 (για την, τραγική, επέτειο των 100 ετών άλλωστε έχει ειδική σημείωση στο βιβλίο του…). Έχει ήδη όμως σημειώσει, και παραπονεθεί, ότι οι διεθνείς έδρες σαν τη δική του, για τη νεότερη Ελλάδα (modern Greek) κλείνουν ή ασφυκτιούν οικονομικά. Σε μια εποχή που η διεθνής εικόνα συναρτάται άμεσα με τη διεθνή επιρροή μιας χώρας φαίνεται ότι έχουμε αποφασίσει αυτό-καταστροφικά: Αντί να ενισχύουμε, αφήνουμε να χαθεί ό,τι καλύτερο έχουμε.