Δημοσιεύθηκε στο dEasy, 25.08.2020
Μέσα στον Αύγουστο έκλεισε η έντυπη έκδοση της εφημερίδας «Έθνος» – ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από αυτήν, αφού ήδη εδώ και ένα χρόνο είχε γίνει μόνο κυριακάτικο φύλλο. Οι λόγοι οικονομικοί, και δεν έχω λόγο να μην πιστεύω τον εκδότη: Αν κοιτάξει καθένας μας γύρω του, πόσους γνωρίζουμε από τις ηλικίες 45-50 και κάτω να αγοράζουν κάθε μέρα εφημερίδα; Εγώ προσωπικά κανέναν. Λίγο περισσότεροι αγοράζουν τα κυριακάτικα φύλλα, αλλά και πάλι από την προσωπική μου εμπειρία μιλάμε για όχι παραπάνω από έναν ή δύο για κάθε δέκα γνωστούς μου.
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την εμπειρία μου σχεδόν κανείς στην Ελλάδα από τις ηλικίες 50 και κάτω δεν διαβάζει έντυπη εφημερίδα σοβαρά, όπως τουλάχιστον μεγαλώσαμε και θυμόμαστε ότι έκαναν οι γονείς μας, όταν «το περίπτερο για εφημερίδα» ήταν καθημερινή τελετουργία.
Τα επίσημα στατιστικά επιβεβαιώνουν την εντύπωσή μου: Στην Ελλάδα πωλούνται λιγότερες από 150.000 κυριακάτικες και λιγότερες από 50.000 καθημερινές εφημερίδες, περιλαμβανομένων των αθλητικών.
Ποιος φταίει; Πολλοί θα κατηγορούσαν την οικονομική κρίση: Ποιος μπορεί να διαθέτει ένα ευρώ την ημέρα σε τέτοιες εποχές; Θεωρώ όμως ότι κάνουν λάθος: Δεν είναι το ένα Ευρώ το πρόβλημα, επειδή, αν μη τι άλλο, οι γονείς μας προτιμούσαν να το δίνουν στην εφημερίδα παρά σε έναν «καλό» καφέ κάθε μέρα.
Ούτε άλλωστε νομίζω ότι φταίει η όποια έλλειψη αξιοπιστίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Αυτό αποδεικνύεται από τα καθημερινά feed των social media: Η πλειοψηφία των posts που διαβάζουμε και μοιραζόμαστε είναι ειδήσεις, απόψεις και κείμενα εφημερίδων – και μάλιστα πολύ περισσότερο έντυπων παρά ιντερνετικών.
Επομένως, τίποτα απολύτως δεν άλλαξε από τη νοοτροπία των γονιών μας, που ήθελαν να «διαβάζουν τα νέα» κάθε μέρα. Το μόνο που άλλαξε είναι το μοντέλο πληρωμής. Η συνήθεια της καθημερινής αγοράς εφημερίδας από το περίπτερο εξαφανίζεται. Από την άλλη μεριά οι εφημερίδες και τα περιοδικά στην Ελλάδα επιμένουν να παρέχουν δωρεάν πρόσβαση online, ελπίζοντας σε έσοδα από διαφημίσεις. Οι αναγνώστες σταμάτησαν να πληρώνουν. Όμως, όπως δείχνει η πράξη, τα έσοδα από τις διαφημίσεις δεν είναι αρκετά.
Τι λείπει; Το επιχειρηματικό μοντέλο. Όπως ακριβώς συνέβη στη μουσική (με υπηρεσίες τύπου Spotify) και στον κινηματογράφο (με υπηρεσίες τύπου Netflix), αργά ή γρήγορα συνδρομητικές πλατφόρμες θα βρεθούν που θα προσφέρουν πρόσβαση σε εφημερίδες και περιοδικά σε συμφέρουσα τιμή και με ελκυστικό interface. Το μοντέλο θα ξαναγίνει συνδρομητικό, αυτή τη φορά όμως στον ψηφιακό και όχι στον πραγματικό κόσμο.
Επομένως, τι κάνουμε; Έτσι όπως το βλέπω έχουμε σήμερα δύο επιλογές: Μπορούμε απλά να περιμένουμε για 10-15 περίπου χρόνια, όσα δηλαδή χρειάστηκαν η μουσική βιομηχανία και η βιομηχανία κινηματογράφου, για να προσαρμοστούμε. Στην πορεία βέβαια και άλλες παραδοσιακές εφημερίδες, όπως το Έθνος, θα κλείσουν. Δημοσιογράφοι θα ταλαιπωρηθούν κι άλλο, fake news και αναλύσεις χαμηλού επιπέδου θα συνεχίσουν να μας ενοχλούν. Οταν το χτένι θα έχει φτάσει στον κόμπο, η αγορά με τη βοήθεια της τεχνολογίας θα δώσει τη λύση μόνη της.
Η άλλη λύση θα ήταν οι, λίγοι έτσι ή αλλιώς, Έλληνες εκδότες Τύπου που έχουν απομείνει να συνεννοηθούν μεταξύ τους ώστε να σταματήσει η δωρεάν αναδημοσίευση του περιεχομένου τους online, κάτι που και οικονομικά προβλήματα τους δημιουργεί και τους δημοσιογράφους τους απαξιώνει. Πικρό φάρμακο για όλους εμάς τους υπόλοιπους, όμως απαραίτητο για να νιώσει καθένας από εμάς την ανάγκη να ξοδευτεί για να αγοράσει κάτι που η φύση δεν παρέχει δωρεάν. Ίσως έτσι επιταχυνθεί η αναπόφευκτη εξυγίανση και επιστρέψουμε επιτέλους σε μια κανονικότητα που ανταποκρίνεται σε μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη, αυτή της έγκυρης και αξιόπιστης ενημέρωσης, και από την οποία η ψηφιακή εποχή για λίγο καιρό μας έχει απομακρύνει.