Δημοσιεύθηκε στο EpiDexia.blog, 21.02.2021

Τα τελευταία χρόνια ένα νέο αφήγημα για την Ελλάδα αναπτύσσεται, που θα ονόμαζα το «αφήγημα της κανονικότητας». Είναι ένα αφήγημα αντίθετο με την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, δηλαδή μιας χώρας-παρωδίας της Δύσης, μιας καθυστερημένης και οπισθοδρομικής Ελλάδας, χτυπημένης από τη μοίρα της και έρμαιο των κακών ξένων που διαρκώς συνωμοτούν εναντίον της. Το νέο αφήγημα λέει ότι η Ελλάδα δεν είναι καθόλου διαφορετική από μια συνηθισμένη δυτική χώρα. Η Ελλάδα είναι πλήρως ενταγμένη στα ιδεολογικά ρεύματα και τα προβλήματα της εποχής και της γειτονιάς της. Σήμερα, 200 χρόνια από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, μπορεί να κοιτά υπερήφανα όλα όσα, καθόλου ευκαταφρόνητα και αυτονόητα, πέτυχε.

Το νέο αφήγημα νομίζω ότι ξεκίνησε με τα «Κακομαθημένα Παιδιά της Ιστορίας» του Κωστή το 2013 και συνεχίστηκε με τα «Καταστροφές και θρίαμβοι» του Καλύβα το 2015, το «Ελλάδα: Μια Χώρα Παραδόξως Νεωτερική» του Βούλγαρη το 2019, το «Ελλάδα: Βιογραφία ενός Σύγχρονου Έθνους» του Μπίτον το 2020, και ακόμα πιο πρόσφατα συνοψίζεται με εύληπτο και απλό τρόπο στο «Το Ελληνικό Όνειρο» που εκδόθηκε μόλις πριν λίγους μήνες, με συγγραφέα πάλι τον Καλύβα.

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε μορφή ερωτο-απαντήσεων (θα τις έλεγα και Frequently Asked Questions/Συχνές Ερωτήσεις) με τον Κώστα Γιαννακίδη. Καλύπτει τα τελευταία διακόσια χρόνια, από το 1821 μέχρι και την αρχή της πανδημίας. Είναι καλογραμμένο, σύντομο, διαβάζεται απνευστί. Μόνο μια αστοχία βρήκα, την επανάληψη της απάντησης ενός υπουργού του Καραμανλή στον συγγραφέα, που μάλλον του έκανε αρκετή εντύπωση ώστε να την αναφέρει δύο φορές. Το προτείνω ανεπιφύλακτα, όπως άλλωστε και του Μπίτον, επειδή προσφέρουν μια συνολική εικόνα και δεν απαιτούν κάποια προϋπηρεσία στο ακαδημαϊκό γράψιμο και διάβασμα, όπως τα άλλα δύο του Κωστή και του Βούλγαρη.

Αυτή εδώ όμως δεν είναι κριτική του βιβλίου αλλά καταγραφή σκέψεων με αφορμή το βιβλίο. Ως τέτοιες συγκρατώ τις ακόλουθες δύο. Η επιλογή τους είναι αυθαίρετη – στο ίδιο το βιβλίο καταλαμβάνουν ελάχιστη έκταση και δεν ανήκουν στα σταθερά του μοτίβα.

Η πρώτη επιλογή αφορά τους εθνικούς μας στόχους. Ο Καλύβας υποστηρίζει ότι τα πρώτα εκατό χρόνια του ελληνικού κράτους, μέχρι δηλαδή την Μικρασιατική Καταστροφή αυτός ήταν η Μεγάλη Ιδέα. Αυτό, φυσικά, δεν ξενίζει κανέναν. Όμως ο Καλύβας προσθέτει ότι κατά τα δεύτερα εκατό χρόνια του ελληνικού κράτους εθνικός μας στόχος ήταν ο Εκσυγχρονισμός (σ.84).

Η ιδέα αυτή με πείθει γιατί, αν μη τι άλλο, από τον Τρικούπη μέχρι τον Σημίτη ολοκληρώνονται εκατό ακριβώς χρόνια με το ίδιο ακριβώς σύνθημα. Ήταν ένα σύνθημα που, όσο το έζησα και εγώ, υπήρξε ελκυστικό και πειστικό για πολλούς από εμάς, ακόμα και αν δεν ανήκαμε στο ίδιο ιδεολογικό στρατόπεδο, έχει επομένως τα στοιχεία του «εθνικού».

Τι κοινό έχουν οι δύο προηγούμενοι εθνικοί μας στόχοι; Απέτυχαν και οι δύο. Ο πρώτος, όπως είναι γνωστό, κατέληξε σε εθνική καταστροφή. Η Μεγάλη Ιδέα έσβησε στην προκυμαία της Σμύρνης. Ο δεύτερος, ο Εκσυγχρονισμός, ξεκίνησε και τελείωσε με μια εθνική χρεοκοπία: Από το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη στην χρεοκοπία του 2010.

Αν υπάρχει κάτι που μαθαίνουμε από τις στάχτες και των δύο είναι ότι μνημόσυνο δεν κάνεις με ξένα κόλλυβα. Χωρίς λεφτά δεν κάνεις ούτε πόλεμο ούτε εκσυγχρονισμό. Με δανεικά μια κυβέρνηση δεν μπορεί ούτε πολεμικά έξοδα να αντέξει ούτε σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό της να υποστηρίξει. Η αφετηρία των πάντων είναι η οικονομία.

Η δεύτερη σκέψη από το βιβλίο του Καλύβα αφορά το τι χρειαζόμαστε τώρα. Ο Καλύβας λέει ότι «χρειαζόμαστε πραγματικούς συντηρητικούς, ανθρώπους που πιστεύουν στην αξία της εργασίας, του μέτρου, και διστάζουν να ακολουθήσουν τις ρηξικέλευθες αλλαγές γιατί δεν τις εμπιστεύονται αυτόματα» (σ.146). Βέβαια ο Καλύβας γράφει για όλους, επομένως αμέσως παρακάτω λέει ότι επίσης χρειαζόμαστε και «καλύτερους προοδευτικούς», αλλά αφού εδώ το ιστολόγιο είναι για την κεντροδεξιά εγώ θα μείνω στο πρώτο (που άλλωστε και ο Καλύβας προτάσσει).

Πρώτα-πρώτα για την ορολογία να παρατηρήσω ότι κάνει λάθος: Επηρεάζεται από την αγγλοσαξωνική του παιδεία και αποκαλεί τους παραπάνω συντηρητικούς, από το conservatives, ενώ εγώ θα τους ονόμαζα μετριοπαθείς/moderates, που όμως δεν συναντώνται στους αγγλοσάξωνες αλλά στην Ηπειρωτική Ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά.

Αυτή για εμένα είναι μια πολύ καλή η περιγραφή της κεντροδεξιάς: Απευθύνεται σε ανθρώπους που πιστεύουν στην εργασία και στο μέτρο και που θέλουν αλλαγές, αλλά όχι χωρίς προσοχή.

Όμως ας πάμε λίγο παρακάτω. Ποια είναι η αποστολή της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς αντίστοιχα; Για εμένα είναι πολύ απλό. Η Κεντροδεξιά οφείλει να φέρει τη λογική στην πολιτική, και να φροντίσει να απορροφήσει τα άκρα της, δηλαδή την ακροδεξιά. Η Κεντροαριστερά οφείλει να φέρει το συναίσθημα στην πολιτική, και να φροντίσει και κείνη να απορροφήσει τα άκρα της, δηλαδή την ακροαριστερά.

Αυτά ισχύον γενικά, για όλες τις χώρες του (Δυτικού) κόσμου. Όμως ειδικά στην Ελλάδα η Κεντροαριστερά απέτυχε (το ίδιο θα έλεγα και για τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά αυτή είναι μια μεγαλύτερη κουβέντα). Δεν απορρόφησε τα άκρα της, δηλαδή τους κομμουνιστές (κρυφούς και φανερούς), και άφησε τον αριστερό λαϊκισμό της «ήσσονος προσπάθειας», της καταδίωξης της αριστείας, της τεμπελιάς και των επιδομάτων να καταστρέψουν τη χώρα. Η ιστορική της ευθύνη είναι μεγάλη, και η Ελλάδα για να προχωρήσει οφείλει να διορθώσει κεντροδεξιά.

Κάνει κάπου λάθος ο Καλύβας; Νομίζω ναι, όταν λέει ότι «το μέλλον της χώρας βρίσκεται στην παραγωγή της ευτυχίας» (σ.186). Πάλι εδώ νομίζω επηρεάζεται από την αγγλοσαξωνική του παιδεία και το, τζεφερσονιανό, pursuit of happiness/επιδίωξη της ευτυχίας. Όμως το κυνήγι της ευτυχίας είναι εφικτό σε μια χώρα των 150εκ όπου, αν κάπου τα θαλασσώσεις πας παραδίπλα κανείς δεν σε ξέρει και μπορείς να ξαναξεκινήσεις στο ίδιο ακριβώς κοινωνικό και νομικό πλαίσιο. Όμως, στην Ελλάδα των 10εκ «η πόλη θα σε ακολουθεί». Γι αυτό, άλλωστε, περισσότερο από κάθε τι άλλο, το εγχείρημα της Ευρώπης πρέπει να πετύχει και να προχωρήσει.

Διαφωνώ με τον Καλύβα και σε άλλα επιμέρους σημεία, όπως για παράδειγμα ότι ο Βενιζέλος ήταν αριστερός, ενώ πιστεύω ότι ήταν ένας σαφώς κεντροδεξιός πολιτικός τον οποίο, δυστυχώς με επιτυχία, καπηλεύτηκε ο Παπανδρεϊσμός. ‘Όμως με κάποιες άλλες σκέψεις του δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο, όπως για παράδειγμα με την  «προοδευτική σαχλαμάρα» (σ.137) στην ελληνική κοινωνία, αφού ανταποκρίνονται πλήρως στις συνθήκες που καθημερινά ζω γύρω μου. ‘Η, με τις σκέψεις του για τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Για όλους αυτούς τους λόγους κλείνω όπως ακριβώς άρχισα: Το βιβλίο αυτό προτείνω ανεπιφύλακτα να διαβαστεί από όλους.