Δημοσιεύθηκε στο startupper.gr, 31.08.2020
Ο εκδότης, δημοσιογράφος, και φίλος Γιάννης Διονάτος αναρωτήθηκε πρόσφατα «πόσο ελληνική είναι η συγκεκριμένη Startup εταιρεία», εννοώντας την InstaShop, με αφορμή την εξαγορά της έναντι ποσού-ρεκόρ 360 εκατ. δολαρίων από την γερμανική εταιρεία Delivery Hero.
Για τον Γιάννη, «όχι, δεν είναι Ελληνική Startup η Instashop, όπως και καμιά Startup εταιρεία που έχει την έδρα της στο εξωτερικό, δηλαδή αριθμό φορολογικού μητρώου άλλης χώρας. Δεν είναι δυνατόν να θεωρούμε ελληνική Startup μια εταιρεία που εδρεύει σε μια άλλη χώρα και απλά, ναι απλά, οι ιδρυτές της είναι Έλληνες. Δηλαδή μιλούν ελληνικά».
Δεν είμαι σίγουρος αν συμφωνώ μαζί του. Τελικά ίσως η απάντηση βρίσκεται στο αν το ποτήρι θέλουμε να το βλέπουμε μισογεμάτο ή μισοάδειο. Πριν φτάσουμε όμως εκεί ίσως μια σύντομη ιστορική αναδρομή βοηθήσει.
Στα παλιά τα χρόνια, τέλη της δεκαετίας του 1990 και κατά την πρώτη δεκαετία του 2000, όταν έγιναν οι πρώτες επενδύσεις από VCs σε εταιρείες τεχνολογίας στην Ελλάδα (ξεκινώντας δηλαδή από τότε που ο σημερινός πρωθυπουργός «έτρεχε» το VC της Εθνικής Τράπεζας και στην αγορά υπήρχε και το VC της Alpha Bank και ένα ή δυο ιδιωτικά κεφάλαια ακόμα) δεν υπήρχε τέτοιο θέμα: Οι επενδύσεις γίνονταν σε εταιρείες με έδρα, εγκατάσταση και πλήρη λειτουργία στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως του εξαγωγικού χαρακτήρα τους.
Αυτό άλλαξε με το πρόγραμμα Jeremie, τον πρόγονο του σημερινού Equifund, που «έτρεξε» για την περίοδο 2013-2015. Το πρόγραμμα λειτούργησε ακριβώς όπως το σημερινό Equifund, δηλαδή μέσω VCs που ανέλαβαν να διαχειριστούν με όρους ιδιωτικής οικονομίας κεφάλαια ευρωπαϊκά και ελληνικά. Τότε αποφασίστηκε, ενόψει των αποτελεσμάτων της πρώτης γενιάς επενδύσεων VC στην Ελλάδα, ότι αυτό που έλειπε από τα ελληνικά Startups, ως εταιρείες τεχνολογίας, δεν ήταν μόνο τα χρήματα αλλά και η εικόνα προς τα έξω. Με απλά λόγια, μπορεί το «Made in Greece» να «μετράει» διεθνώς σε τουρισμό και ναυτιλία αλλά όχι και τόσο σε τεχνολογία. Επιπλέον, επειδή ο, απαραίτητος, δεύτερος γύρος χρηματοδότησης έπρεπε να γίνει από «ξένα» VCs, αυτά αποκλείεται ποτέ να έβαζαν χρήματα σε αμιγώς ελληνική εταιρεία.
Ήταν τότε επομένως που εφαρμόστηκε το μοντέλο, «Μητρική στο Delaware ή στο Λονδίνο ή όπου άλλού και Θυγατρική / Υποκατάστημα για το R&D στην Ελλάδα».
Με το μοντέλο αυτό δουλεύει κατά μεγάλο μέρος η ελληνική σκηνή των Startups έκτοτε. Δηλαδή, τα VCs του Equifund ως επί το πλείστον συνέχισαν την πρακτική του Jeremie – και γιατί να αλλάξουν άλλωστε μια δοκιμασμένη και επιτυχημένη συνταγή;
Να σημειώσω ακόμα ότι σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν είναι μοναδική σε αυτή την πρακτική. Στην ουσία πρόκειται για παγκόσμια μόδα. Όλα τα κράτη του κόσμου βλέπουν τα Startup που γεννιόνται στο έδαφός τους να μετακομίζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε πιο «ελκυστικούς» προορισμούς για εταιρείες τεχνολογίας, όπως η Αμερική ή η Αγγλία.
Και έτσι φτάσαμε στο σήμερα, και στο ερώτημα του Γιάννη: Είναι ελληνικές αυτές οι εταιρείες;
Ξεκάθαρη απάντηση δεν έχω. Γεγονός είναι ότι έδρα έχουν στο εξωτερικό. Επίσης γεγονός είναι ότι έχουν κάποια, μεγαλύτερη ή μικρότερη, εγκατάσταση στην Ελλάδα. Και ακόμη, γεγονός είναι ότι έχουν ελληνικό DNA, δηλαδή Έλληνες ιδρυτές.
Πρέπει επίσης να σημειώσω ότι και το αντίστροφο είναι σύνηθες: Αλλοδαπές πολυεθνικές έχουν το R&D τους στην Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση κανείς πάντως δεν αμφισβητεί τον «αλλοδαπό», αμερικανικό ή άλλο, χαρακτήρα τους. Φαίνεται ότι ίσως τελικά το DNA επικρατεί του R&D.
Τι ισχύει επομένως; Καθένας φαντάζομαι ότι μπορεί να έχει την άποψή του σχετικά. Κατά τη γνώμη μου, όπως είπα και παραπάνω, είναι περίπτωση πως θέλει κανείς να δει το ποτήρι, μισοάδειο ή μισογεμάτο. Για όσους αναζητούν τις επιτυχίες (success stories) που θα στηρίξουν και άλλους στην Ελλάδα τότε τα Startups αυτά είναι πράγματι ελληνικά. Για όσους θέλουν να βλέπουν την πραγματικότητα κατάματα όσο σκληρή και αν είναι οι εταιρείες αυτές δεν είναι Ελληνικές.
Εγώ ανήκω στους πρώτους, αλλά καταλαβαίνω πολύ καλά και τους ενδοιασμούς του φίλου μου του Γιάννη.