Δημοσιεύθηκε στο dEASY, 27.7.2016

Διάβασα στην Καθημερινή της Κυριακής κείμενο του Χρήστου Γιανναρά για την «αξιοπρέπεια ως κίνημα».  Εκεί σημειώνει την «τέλεια νέκρωση των κοινωνικών αντανακλαστικών αντίδρασης στην κατάρρευση του πολιτικού συστήματος», και στη συνέχεια απορεί (ενδεικτικά) που ο Άρειος Πάγος, το Συμβούλιο της Επικρατείας, η Ακαδημία Αθηνών ή η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων δεν αντιδρούν «στα εφτά χρόνια του αδιέξοδου πνιγμού και διεθνούς διασυρμού των Ελλήνων». Ως λύση προτείνει ένα «λαϊκό κίνημα της αξιοπρέπειας» το οποίο θα έχει θεωρητική ραχοκοκαλιά τη Γενιά του ’30, όπου «εκσυγχρονισμός σημαίνει εξελληνισμός» και «ενεργό μετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι εγγυάται ο ελληνοκεντρισμός, όχι ο πιθηκισμός και η ξιπασιά».

Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά στο dEasy; Επειδή από την ανάλυση (από όλες τις αναλύσεις…) διαφεύγει η τεχνολογία και το πώς ακριβώς έχει επηρεάσει και διαμορφώσει την κοινωνία στην Ελλάδα σήμερα.

Σημειώνω επομένως τα εξής:

(Ι) Πράγματι, η Γενιά του ’30 είναι η τελευταία που μέχρι σήμερα σκέφτηκε πως περίπου πρέπει να είναι η σύγχρονη Ελλάδα. Ο τρόπος που σκεφτόμαστε σήμερα οφείλεται κυρίως στον Σεφέρη αλλά και στους υπόλοιπους εκείνης της γενιάς (Ελύτη, Θεοτοκά, Λορεντζάτο, Πικιώνη, Εγγονόπουλο, Γκάτσο, Τσαρούχη, Χατζιδάκι).  Από κει και πέρα όμως, 100 χρόνια περίπου μετά, οφείλουμε να τους μελετήσουμε και να προχωρήσουμε. Οφείλουμε επίσης να εντοπίσουμε και τις ευθύνες τους: το «μοντέλο» τους για τη σύγχρονη Ελλάδα, και η ανοχή τους στους θεωρητικούς της ήττας που τους διαδέχθηκαν, «έσκασαν» σήμερα, τόσα χρόνια μετά.

(ΙΙ) Η τεχνολογία έχει αλλάξει τα πάντα. Έχει ανατρέψει όλες τις παλιές παραδοχές. Το ΄30 η Ελλάδα πατούσε στην Ανατολή και κοιτούσε με δέος τη Δύση – ήταν η μακρινή επαρχία που έβλεπε από μακριά τις μητροπόλεις του κόσμου και αναρωτιόταν τι σχέση έχει με αυτές. Από το ‘60 μέχρι το ‘80 αυτή η επαρχία έστελνε τα καλύτερα παιδιά της στις μητροπόλεις, για να μορφωθούν και ίσως να επιστρέψουν για να την κυβερνήσουν. Όμως, από το 2000 και μετά το χωριό έχει γίνει παγκόσμιο και τα παιδιά της ίδιας μακρινής επαρχίας μένουν πια στον τόπο τους και ανταγωνίζονται (πουλάνε υπηρεσίες και προϊόντα ή γράφουν άρθρα και βιβλία) διεθνώς. Αυτή την αλλαγή την έφερε το Internet.

(ΙΙΙ) Δεν υπάρχει ούτε ένας τομέας της επαγγελματικής ζωής οποιουδήποτε από εμάς που να μην έχει ανατρέψει το Internet. Αν αυτό φαίνεται αυτονόητο για τραπεζίτες, μηχανικούς, και ακαδημαϊκούς, το ίδιο ακριβώς ισχύει για δικηγόρους, εκπαιδευτικούς, λογιστές, αστυνομικούς, στρατιωτικούς, γιατρούς, αγρότες, ψαράδες, μανάβηδες και υδραυλικούς. Το παραγωγικό μοντέλο έχει αλλάξει – η θεωρία και το πολιτικό σύστημα οφείλουν επιτέλους να διαπιστώσουν την αλλαγή και να προσαρμοστούν κατάλληλα.

(IV) Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το ζητούμενο της Γενιάς του ‘30 για εξελληνισμό, σε αντιπαραβολή με τον «πιθηκισμό» που τότε τρόμαζε όσους μπορούσαν να σκεφτούν, έχει εκλείψει. Δεν ισχύει πια μέσα στο τεχνολογικό περιβάλλον. Το Internet δεν εθνικοποιείται. Είναι αυτό που είναι, ίδιο για όλους παντού στον κόσμο. Επηρεάζει τις ζωές όλων με τον ίδιο τρόπο και δημιουργεί παντού (ναι, παντού) τα ίδια κοινωνικά προβλήματα και τις ίδιες σκέψεις και αναλύσεις.

Νομίζω ότι δρόμος μας δεν είναι ο εξελληνισμός αλλά η κατάκτηση του παγκόσμιου παιχνιδιού. Οι όροι συμμετοχής είναι παγκόσμιοι και η είσοδος ανοιχτή σε όλους. Η τεχνολογία φρόντισε και φροντίζει γι αυτό. Ήδη πολλοί από εμάς, κάτοικοι Ελλάδας-όχι εξωτερικού, τα πάνε μια χαρά στους τομείς τους. Η χώρα οφείλει να τους ενισχύσει ή τουλάχιστον να μην σταθεί εμπόδιο στο δρόμο τους. Πιστεύω άλλωστε ότι τελικά και ο Γιανναράς, παρά την διαφορετική αφετηρία του, αυτό έχει στο μυαλό του: τα κέντρα αριστείας, που είναι ένα παραγωγικό μοντέλο το οποίο είναι ήδη διαδεδομένο στην Ελλάδα και κατάλληλο για τις ειδικές συνθήκες της, δεν είναι τελικά τίποτα διαφορετικό από ό,τι απεγνωσμένα αναζητά στο κείμενό του: «δυο-τρεις δάσκαλοι σε κάθε σχολειό, μια χούφτα υπάλληλοι σε κάθε υπουργείο, υπηρεσία, οργανισμό, κάποιοι δικαστικοί σε κάθε βαθμίδα, μετρημένα στελέχη σε κάθε μονάδα τοπικής αυτοδιοίκησης».