Δημοσιεύθηκε στο dEasy, 19 Σεπ 2018

 

Φορο-links (link tax) και τζάμπα δημοσιογραφία

Πρέπει να είμαι από τους τελευταίους της γενιάς μου που αγοράζουν κάθε μέρα εφημερίδα. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι αυτό το κάνω κυρίως για συναισθηματικούς λόγους: αφενός νιώθω ότι έτσι έρχομαι πιο κοντά με τους γονείς μου και με μια παλαιότερη Ελλάδα, όπου ο «πατέρας πήγαινε κάθε μέρα στο περίπτερο για εφημερίδα», και αφετέρου θέλω να μεταδοθεί η εικόνα στα παιδιά μου ότι τα νέα τα μαθαίνουμε από εφημερίδα. Η πλήρης όμως καταστροφή του παραδοσιακού επιχειρηματικού μοντέλου του Τύπου έρχεται από την διαπίστωση ότι πολλές φορές η εφημερίδα μένει αδιάβαστη, αφού συχνά δεν βρίσκω μέσα στην ημέρα ούτε μισή ώρα ηρεμίας για να τη διαβάσω. Αντιθέτως, ποτέ δεν παραλείπω να επισκεφτώ το site της ίδιας εφημερίδας. Μεταξύ συναντήσεων και σε αίθουσες αναμονών καταφέρνω να διαβάσω δυο-τρείς ηλεκτρονικές εφημερίδες και να επισκεφτώ άλλους τόσους ειδησεογραφικούς ιστότοπους καθημερινά.

Επειδή αυτές είναι οι παραστάσεις μου, κάθε που ακούω για φόρους στο διαδίκτυο στα links ειδήσεων (link tax) και άλλα σχετικά (η κουβέντα είναι παλιά, απλά τώρα πάμε να αποκτήσουμε Κοινοτική Οδηγία) απογοητεύομαι. Άλλη μια περίπτωση που επιχειρηματίες, αντί να κάνουν τη δουλειά τους και να αλλάξουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο που χτυπήθηκε από το ίντερνετ, περιμένουν από το Κράτος να τους σώσει με χαριστικό νόμο. Όμως, στην Ελλάδα τώρα πια γνωρίζουμε πόσο καλό κάνουν στην κοινωνία και στην οικονομία οι χαριστικοί νόμοι –  και για πόσο περίπου μπορεί να κρατήσει το πάρτυ…

Για εμένα η λύση είναι απλή και δεν είναι άλλη από το «κλείδωμα» της υπηρεσίας και την παροχή της μόνο επί πληρωμή. Μου είναι αδιανόητο ότι σήμερα οι δημοσιογράφοι βασικά προσφέρουν τζάμπα τη δουλειά τους και περιμένουν να πληρωθούν από διαφημίσεις. Αυτό οδηγεί αναγκαστικά σε εντυπωσιοθηρικό περιεχόμενο, παρεχόμενο «με το κιλό», το οποίο ευτελίζει τους ίδιους και την εργασία τους και ο φαύλος κύκλος συνεχίζει χωρίς εμφανές τέλος.

Αντιλαμβάνομαι ότι το χαρτί έχει πλέον πεθάνει, απομεινάρι για λίγους ρομαντικούς, αλλά η απάντηση για τον Τύπο δεν μπορεί να είναι το επιχειρηματικό μοντέλο της Google ή του Facebook. Αυτοί είναι πάροχοι πρόσβασης ενώ οι εκδότες είναι πάροχοι περιεχομένου. Καμία σχέση μεταξύ τους. Το περιεχόμενο θέλει ποιότητα ενώ η πρόσβαση όγκο. Οι Αμερικανοί, με τα paywalls και τη δωρεάν πρόσβαση μόνο σε 4-5 άρθρα το μήνα, δείχνουν το δρόμο. Μπορεί αυτή η λύση να φαίνεται δύσκολο να εφαρμοστεί, να θέλει επιμονή και συντονισμό από όλους τους εκδότες, όμως άλλη λύση δεν μπορώ να φανταστώ. Ο δρόμος των διαφημίσεων είναι μόνο κατηφορικός. Και οι φορο-νόμοι και οι λοιπές έμμεσες κρατικές ενισχύσεις τελικά μόνο σε μη βιώσιμα μοντέλα «αρπαχτής» οδηγούν.

Για μένα ο κανόνας είναι γενικός και λέει ότι η ποιοτική υπηρεσία πληρώνεται. Η υπηρεσία ειδήσεων δεν αποτελεί εξαίρεση. Η δωρεάν παροχή στο ίντερνετ του συνόλου της ποιοτικής πληροφορίας πρέπει να σταματήσει. Όποιος θέλει να ενημερώνεται ποιοτικά, ηλεκτρονικά ή μη, πρέπει να πληρώνει. Οι υπόλοιποι μπορούν να μείνουν στους τίτλους μόνο των ειδήσεων, όπως ακριβώς το διάβασμα των εφημερίδων από τα μανταλάκια είναι δωρεάν.