Δημοσιεύθηκε στο EpiDexia.blog, 17.01.2023

Ομολογώ ότι αυτό το βιβλιαράκι, Χοσέ Ορτέγκα Υ Γκασσέτ, «Η Αποστολή του Βιβιοθηκάριου», εκδόσεις Μάγμα, έπεσε τυχαία στα χέρια μου, καθώς έψαχνα κάτι άλλο. Όμως, στάθηκα τυχερός. Αφενός από τον συγγραφέα εκτιμώ πολύ το κείμενό του για τον Δον Κιχώτη (όχι όμως και εκείνο για τις «μάζες») επομένως εξορισμού με ενδιαφέρει ό,τι δικό του βρεθεί στον δρόμο μου. Αφετέρου, δυστυχώς δεν γνώριζα τις εκδόσεις όμως εκτίμησα την εξαιρετικά προσεγμένη δουλειά που έκαναν, το χαρτί, αλλά και την επιλογή τους να ξεκινήσουν σειρά «Κριτική της Τεχνολογίας», την οποία υποσχέθηκα στον εαυτό μου να παρακολουθήσω.

Το βιβλίο είναι ενδιαφέρον (σε μένα, τουλάχιστον!) και εκδοτικά άρτιο όμως δεν είναι αυτός ο λόγος αυτής εδώ της βιβλιοπαρουσίασης: ο λόγος είναι ότι διαφωνώ πλήρως με τη βασική θέση του, και αυτή η διαφωνία μου δίνει πολύ ωραία ευκαιρία να σχολιάσω (ευγνωμονώντας!) τα «πλήθη» / crowds του ίντερνετ

Με λίγα λόγια, ο συγγραφέας τα έχει βάλει με την υπερβολική παραγωγή βιβλίων – ήδη από το 1935! Θεωρεί δηλαδή ότι «υπάρχουν πια πάρα πολλά βιβλία» (52) αλλά και ότι (τότε!) «συνεχίζουν να παράγονται εν χειμαρρώδη αφθονία» (55). Συνεπώς, αποστολή των βιβλιοθηκάριων προτείνει να είναι «η ρύθμιση της βιβλιοπαραγωγής, προκειμένου να αποφεύγεται η έκδοση αχρείαστων βιβλίων και παράλληλα να εξασφαλίζεται ότι δεν θα λείπουν εκείνα […] που κάθε εποχή απαιτεί» (56). Συνεπώς, «ήγγικεν η ώρα να οργανώσουμε συλλογικά την παραγωγή βιβλίων» (56).

Είναι αυτή ακριβώς η παράμετρος της σκέψης του που με ενοχλεί, και που οδήγησε σε αυτό εδώ το σημείωμα. Η «από πάνω» οργάνωση της βιβλιοπαραγωγής, η επιλογή από τους «ειδικούς» τι θα εκδίδεται και τι όχι, τι είναι καλό και χρήσιμο, και επομένως πρέπει να διατηρηθεί, και τι άχρηστο, και επομένως πρέπει να εξαφανιστεί.

Δηλαδή, μας λέει ο Γκασσέτ ότι υπάρχουν κάποιοι συνάνθρωποί μας που μπορούν με σιγουριά και ασφάλεια να αποφασίσουν για όλους εμάς, και για όλη την ανθρωπότητα σήμερα αλλά και για το μέλλον, τι αξίζει να γραφτεί, και τι όχι. Τι αξίζει να διαβαστεί, και τι όχι. Τι αξίζει να σωθεί, και τι όχι. Ο συγγραφέας δεν είναι ελεύθερος να γράψει ό,τι θέλει και ο εκδότης να εκδώσει ό,τι επιθυμεί, αλλά θα υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων («Κεντρική Επιτροπή»;) που θα γνωρίζει και θα τους κατευθύνει προς τη «σωστή» κατεύθυνση, «αποθαρρύνοντας» κάθε άλλη. Που γνωρίζει δηλαδή τελικά το «καλό» της ανθρωπότητας και θα έχει τα μέσα να επιβάλλει το όραμά της.

Τέτοια απόλυτη γνώση και κατοχή της αλήθειας δεν ανήκει στην επιστήμη, αλλά στη θρησκεία. Τουλάχιστον η θρησκεία την κατέχει «εξ αποκαλύψεως» και καθένας μας είτε την δέχεται είτε όχι. Όταν όμως βγαίνουμε από το περιβάλλον θρησκείας και επιχειρούμε να πείσουμε ότι κάποιοι από εμάς ξέρουν «το καλό μας» και τους δίνουμε και τα μέσα για να το επιβάλλουν τότε κινούμαστε επικίνδυνα κοντά στην απολυταρχία.

Είναι ξεκάθαρο άλλωστε ότι παρόμοιος τρόπος σκέψης οδηγεί σε ακραία πολιτικά κόμματα (φασιστικά, κομμουνιστικά). Όμως, εξίσου ξεκάθαρο είναι ότι ο «κεντρικός σχεδιασμός» και η εξ αποκαλύψεως γνώση της πορείας της ιστορίας ανήκουν στην μαρξιστική εργαλειοθήκη, από την οποία φυσικά δεν ξεφεύγει ούτε η σοσιαλδημοκρατία ούτε φυσικά τα φιλε-λεφτ (libe-left) σημερινοί απόγονοί της.

Η ειρωνεία (και η Νέμεσις) για τον συγγραφέα, άλλωστε, έρχεται αμέσως: Ακριβώς εξαιτίας της τεράστιας, παγκοσμιοποιημένης και ελεύθερης βιβλιοπαραγωγής που χαιρόμαστε στις δυτικές δημοκρατίες μπόρεσε ένας νέος εκδοτικός οίκος να ανασύρει το κείμενό του, να το δημοσιεύσει σε μετάφραση και να οδηγήσει σε αυτήν εδώ την κουβέντα εκατό περίπου χρόνια μετά τη συγγραφή του.

Σε κάθε περίπτωση, ο Γκασσέτ είναι γνωστό ότι τα είχε βάλει με τις «μάζες» (μην τυχόν παρασυρθείτε από τον τίτλο του για την «επανάσταση των μαζών»), και ίσως να είχε δίκιο, αφού έβλεπε γύρω του τότε στον μεσοπόλεμο τις μάζες να φανατίζονται από φασίστες και κομμουνιστές και να αλληλο-εξοντώνονται με μοναδικό μίσος. Φαντάζομαι ότι θα ήταν δύσκολο να υπερβεί αυτό το περιβάλλον και να σκεφτεί δημοκρατικά και ελεύθερα, αφού στις μέρες του δημοκρατία μόνο κατ’εξαίρεση υπήρχε, ακόμα και στην Ευρώπη.

Όμως, το κείμενό του σήμερα δημιουργεί, σε μένα τουλάχιστον, αντίστροφα συναισθήματα. Η δυτική δημοκρατία νίκησε, και η ανθρωπότητα έχει ζήσει χάρη σε αυτήν πρωτοφανή ευημερία και ειρήνη τα τελευταία εκατό περίπου χρόνια. Η ψηφιακή τεχνολογία προσέφερε πρωτοφανείς, ανήκουστες δυνατότητες προσωπικής βελτίωσης και συμμετοχής σε καθέναν μας. Είναι δύσκολο λοιπόν να συμφωνήσει κανείς με μια «από πάνω», ελιτίστικη προσέγγιση των πραγμάτων, και του γενικού καλού – εκτός αν «έχει ατζέντα», αν θέλει να γκρινιάξει για τις δυτικές δημοκρατίες και να επιχειρήσει με αυτόν τον τρόπο να τις υπονομεύσει.

Από τη μεριά μου, δηλώνω ότι είμαι ευγνώμων στις «ψηφιακές μάζες». Εξαιτίας τους γνωρίζω που να πιώ καφέ, που να βγω για φαγητό, σε ποιο ξενοδοχείο να μείνω, ποια παραλία έχει κόσμο ένα τυχαίο μεσημέρι του Αυγούστου και ποια όχι. «Μάζες» που εγώ έχω επιλέξει να ακολουθώ, δηλαδή σε ψηφιακές πλατφόρμες, με βοηθούν να βρω το επόμενο βιβλίο και την επόμενη μουσική που θα ακούσω. Τέλος, και το πιο σημαντικό, εξαιτίας των «ψηφιακών μαζών» ακούγεται καλύτερα η φωνή μου: Από ένα παράπονο για το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου μέχρι την πολιτική ενός κόμματος ή ενός υπουργού, είναι οι «μάζες» που βοηθούν να ακουστούν οι «πολλοί» και να συμμορφωθούν (ή να ζήσουν με τις συνέπειες) οι «λίγοι».

Επομένως, όχι μόνο η «άνωθεν» κατεύθυνση είναι πράγμα κακό, αλλά οι «μάζες», που δεν είναι τίποτα άλλο από το σύνολο καθενός από εμάς, είναι καλό να έχουν μέσα να εκφράζονται και να διοχετεύουν τη γνώμη, τις προτιμήσεις, και τις διαθέσεις τους.

Κατά τα άλλα το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα και εκτός του, άμεσου, αντικειμένου του. Για τον συγγραφέα οι βιβλιοθηκάριοι είναι μόνο η αφορμή για να αναπτύξει τη φιλοσοφία του, που συχνά βάζει τον αναγνώστη σε σκέψεις («η Ιστορία είναι, προπάντων, η ιστορία της εμφάνισης, της ανάπτυξης και της εξαφάνισης όλων αυτών που αποκαλούμε κοινωνικές νόρμες» (33) ή «η Ιστορία είναι ζωτικός χρόνος» (35) ή «το Κράτος αποτελεί τον υπερθετικό βαθμό του κοινωνικού» (36)), και που πάντως εξελίσσεται σε κοσμοθεωρία (“η ζωη που μας εχει δοθεί δεν ειναι εξ των προτέρων διαμορφωμένη” (41)). Παρόλα αυτά, νομίζω ότι δεν αποφεύγει το λάθος να υποτάσσει την Ιστορία στην ερμηνεία του: για παράδειγμα, είναι λάθος να υποστηρίζει ότι επειδή τον 15ο αιώνα υπήρξε ανάγη για περισσότερα βιβλία γεννήθηκε η τυπογραφία, αφού, απλούστατα, η ανάγκη αυτή ήταν διαχρονική. Ούτε το 1800 υπήρξαν τόσα πολλά βιβλία «ώστε αναδύεται η ανάγκη να καταχωριστούν σε καταλόγους», αφού καταλόγους είχαμε από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας ή ίσως και ακόμη νωρίτερα.

Επομένως το βιβλίο πρέπει να διαβαστεί με προσοχή – όπως όλα, άλλωστε. Το πιο βασικό όμως, και ο λόγος αυτής εδώ της βιβλιοπαρουσίασης, είναι να χρησιμοποιηθεί ως αντι-παράδειγμα: Όχι, δεν είναι κακή η εμπορευματοποίηση του βιβλίου. Όχι, δεν έχουμε υπερ-παραγωγή – αντιθέτως, θέλουμε κι άλλα. Τελικά, όχι, κανενός δεν είναι ο ρόλος να μας υποδείξει τι να διαβάζουμε και τον σκοπό του βιβλίου, αλλά καθένας μας είναι ελεύθερος να διαβάσει και να σχολιάσει όποιο βιβλίο θέλει – ευτυχώς, τόσο για τα βιβλία όσο και για την ανθρωπότητα.