Δημοσιεύθηκε στο EpiDexia.blog, 12.09.2021,
Διάβασα με περιέργεια το άρθρο του Inside Story (στο οποίο ευθύς αμέσως διευκρινίζω ότι είμαι ένας – εκτός από αυτήν την περίπτωση – ιδιαίτερα ευχαριστημένος συνδρομητής), «Με την όπισθεν η δημοκρατία στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της πανδημίας». Σε αυτό η δημοσιογράφος αναρωτιέται αν «μπορεί να ανταποκριθεί η χώρα αποτελεσματικά στην κρίση του κορονοϊού χωρίς να υπονομεύσει την ελευθερία των πολιτών, τα δημοκρατικά κεκτημένα και τα ανθρώπινα δικαιώματα», και μας πληροφορεί ότι «ένα σουηδικό ερευνητικό ινστιτούτο την κατέταξε στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης».
Παραξενεύτηκα, είναι η αλήθεια. Από όσο έχω ο ίδιος δει και ζήσει, τα μέτρα στην Ελλάδα δεν διέφεραν σε τίποτα από εκείνα των υπόλοιπων Ευρωπαίων. Γιατί, επομένως, στον χάρτη παρουσιαζόμαστε εμείς μωβ και οι Γερμανοί πράσινοι;
Διάβασα το κείμενο του Inside Story. Aπό ό,τι φαίνεται, ολόκληρη η βαθμολογία της χώρας στηρίχτηκε αποκλειστικά και μόνο στα στοιχεία που έδωσε μια Ελληνίδα ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Γκετεμποργκ, που έβγαλε την έρευνα, από την οποία μάλιστα η δημοσιογράφος πήρε συνέντευξη. Όταν άρχισε να μιλά για επαναπροωθήσεις και προσφυγικές δομές άρχισα να υποψιάζομαι γιατί βρεθήκαμε στις «τελευταίες θέσεις της Ευρώπης».
Δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάνει ένας οργανισμός διεθνείς έρευνες, αν θέλει να παρουσιάσει την εικόνα σε πολλές χώρες του κόσμου: Φτιάχνει ένα ερωτηματολόγιο ίδιο για όλους και μετά βρίσκει ντόπιους «ανταποκριτές», που καθένας γράφει για τη χώρα του. Δηλαδή, όποιος θέλει να δει για τον GDPR στην Ελλάδα βρίσκει έναν ντόπιο ειδικό που απαντά σε συγκεκριμένες ερωτήσεις για την εφαρμογή της νομοθεσίας για τα προσωπικά δεδομένα στην Ελλάδα. Το ίδιο κάνει και ένας Ιταλός, ένας Γερμανός κοκ. Αν επιπλέον υπάρχουν και τίποτα κείμενα στα αγγλικά, ακόμα καλύτερα, συμπληρώνουν (ή επιβεβαιώνουν) την άποψη του ντόπιου ειδικού. Στα νομικά αυτή η εργασία είναι, συνήθως, εύκολη αφού οι νόμοι δεν αμφισβητούνται εύκολα. Τι γίνεται όμως στην πολιτική; Τί γίνεται όταν το Πανεπιστήμιο του Γκετεμποργκ «μετρά την δημοκρατία»;
Στην περίπτωση αυτή το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ εμπιστεύτηκε, από ό,τι φαίνεται, την αξιολόγηση ολόκληρης της χώρας σε μια Ελληνίδα ερευνήτρια που ήδη εργάζεται εκεί. Αυτή κατά κανόνα είναι μια ευτυχής συγκυρία για όλους: Τι καλύτερο, από το να έχεις ντόπιο ειδικό ήδη μεταξύ του προσωπικού σου;
Σωστά; Όχι. Ίσα ίσα, εντελώς λάθος. Είναι άλλο να έχεις νομικό Έλληνα μεταξύ του προσωπικού σου στις Βρυξέλλες και να τον ρωτήσεις για νόμους στην Ελλάδα και άλλο να έχεις ερευνητή μεταξύ του προσωπικού σου στο Γκέτεμποργκ και να τον ρωτήσεις για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Ο πρώτος θα απαντήσει τεχνικά, ενώ ο δεύτερος είναι αδύνατο να απαντήσει ανεπηρέαστος από τις πολιτικές πεποιθήσεις του.
Συνεχίζω με την μεθοδολογία του Γκέτεμποργκ, και μετά θα δούμε και την ουσία των απαντήσεων. Επειδή λοιπόν ήμουν περίεργος να δω πως ακριβώς έκανε την έρευνα το Πανεπιστήμιο (πως ακριβώς «μετρά την δημοκρατία»), μπήκα στην έρευνα και είδα την σελίδα της Ελλάδας, δηλαδή το πρωτογενές υλικό ανεβασμένο στο github. Εκεί συντάκτες δεν εμφανίζονται. Στο πρωτογενές υλικό όλων των χωρών, στις απαντήσεις δηλαδή στο ερωτηματολόγιο του Πανεπιστημίου, εμφανίζονται ως συντάκτες δύο ψευδώνυμα, η jeanlach και SeraphineM.
Γιατί αυτό; Γιατί το Πανεπιστήμιο δεν θέλει να δούμε τις πηγές του, από που δηλαδή πήρε απαντήσεις για την έρευνα; Ο αναλυτικός, επώνυμος κατάλογος των συνεργατών είναι εντελώς απαραίτητος, διότι μόνο έτσι μπορούμε να αποφασίσουμε για την ποιότητα της έρευνας. Είναι άλλο να έδωσε απαντήσεις για την χώρα του ένας αναγνωρισμένος ειδικός, και άλλο ένας τυχαίος. Ειδικά στην πολιτική, οι πολιτικές πεποιθήσεις του ίδιου του συντάκτη θα περίμενα ότι θα ήταν απαραίτητο (και συνυπολογισμένο) συστατικό μιας τέτοιας έρευνας. Και ότι, φυσικά, δεν θα στηριζόταν ολόκληρη η ανάλυση για μια χώρα σε έναν μόνο αναλυτή.
Μια εξήγηση για την ανωνυμία θα μπορούσε να είναι ο φόβος των αντιποίνων στους συντάκτες. Πράγματι, ο φόβος αυτός υπάρχει σε ανελεύθερα καθεστώτα, επομένως εκεί η ανωνυμία πράγματι δικαιολογείται. Στην Αυστρία και στο Βέλγιο και στη Γερμανία όμως, πως ακριβώς δικαιολογείται η ανωνυμία;
Επομένως, κατά τη γνώμη μου η έρευνα πάσχει κατά το ποιοτικό κομμάτι της, και μάλιστα στο κομμάτι της λογοδοσίας και της διαφάνειας (ειρωνικό, επομένως, που η ίδια η έρευνα αποτελεί «έρευνα για την δημοκρατία»(!).
Σε κάθε περίπτωση, ας πάμε στο περιεχόμενο της έρευνας όσον αφορά την Ελλάδα, αφού ευτυχής συγκυρία μας αποκάλυψε τον υπεύθυνο συντάκτη. Στη συνέντευξη στο Inside Story η Ελληνίδα ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ παραδέχεται η ίδια ότι «είναι υπεύθυνη για την Ελλάδα», και μάλιστα μόνη της, αφού δεν μας μιλά και για άλλους συνεργάτες. Μας εξηγεί επίσης ότι «στην περίπτωση του δείκτη [παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων] η Ελλάδα καταγράφει σοβαρή παραβίαση, καθώς φαίνεται να έχει καταπατήσει ατομικά και πολιτικά δικαιώματα όπως αυτά ορίζονται στο Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων. Η κωδικοποίηση αφορά τις επαναπροωθήσεις προσφύγων και μεταναστών που έλαβαν χώρα τον Ιούλιο του 2020. Πρόκειται για καταγεγραμμένες περιπτώσεις επαναπροώθησης αιτούντων άσυλο, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι αυτοί να αφήνονται σε απειλητικές για τη ζωή τους καταστάσεις».
Κοίταξα αναλυτικά στο ερωτηματολόγιο του Πανεπιστημίου: Στην ερώτηση «κατά τη διάρκεια του τριμήνου παραβίασε κάποιο από τα έκτακτα μέτρα απαραβίαστα ανθρώπινα δικαιώματα σύμφωνα με το Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων;», με απάντηση αναγκαστικά είτε Ναι είτε Όχι, η ερευνήτρια (αν πράγματι αυτή συμπλήρωσε το ερωτηματολόγιο για την Ελλάδα) έβαλε Ναι. Δηλαδή, απάντησε ότι παραβιάζονται τα απαραβίαστα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα. Και η τεκμηρίωσή της; «The Greek government is considered to have violated Article 7 of ICCPR, due to various documented cases of refoulement of asylum seekers, often leaving them adrift off shore where they face life threatening conditions or sending them back home where they face abuse». Και οι πηγές της; Άρθρα των New York Times, του Spiegel και δύο ΜΚΟ.
Επομένως, εξαιτίας των, υποτιθέμενων, επαναπροωθήσεων στην Ελλάδα η «δημοκρατία πάει με την όπισθεν».
Το θέμα των επαναπροωθήσεων δεν μπορεί φυσικά να απαντηθεί εδώ. Όπως πια γνωρίζουν όλοι, η ελληνική κυβέρνηση διαψεύδει κατηγορηματικά ότι γίνονται παράνομες επαναπροωθήσεις, ενώ κάποιες ΜΚΟ, μεταξύ των οποίων η Διεθνής Αμνηστία, καθώς και δημοσιογράφοι, μεταξύ των οποίων οι New York Times, κατηγορούν την Ελλάδα ακριβώς για αυτό. Ακριβώς όμως επειδή το θέμα παραμένει ανοιχτό, η Ελληνίδα ερευνήτρια κάνει λάθος να το αποφασίζει μόνη της – και μάλιστα απαντώντας Ναι σε τόσο γενικό δείκτη, όσο «παραβίαση βασικών δικαιωμάτων του ανθρώπου».
Για να καταλάβετε το λάθος της Ελληνίδας ερευνήτριας και πόσο υποκειμενικές είναι όλες αυτές οι «μετρήσεις», ο Ιταλός συνάδελφός της έβαλε Όχι στο αντίστοιχο πεδίο, κρίνοντας ότι «Neither the EU agency for fundamental rights, Human Rights Watch or Amnesty international has reported any incidents of violations of non-derogable rights, and no other indication has been found that that has occurred in Italy’s Covid-19 response», παρότι υπάρχει ακριβώς ίδια κουβέντα για παράνομες επαναπροωθήσεις, και στην Ιταλία! Έτσι, η Ιταλία στον χάρτη έχει «μέτριες» παραβάσεις, όπως σχεδόν όλη η Ευρώπη, ενώ εμείς παρουσιαζόμαστε να έχουμε «βαριές» παραβάσεις, μαζί με την Πολωνία, τη Σερβία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και την Κροατία.
Επομένως, κατά τη γνώμη μου, οι προσωπικές πολιτικές πεποιθήσεις μιας Ελληνίδας ερευνήτριας στο Γκέτεμποργκ πρώτα αδικαιολόγητα κακο-χαρακτήρισαν την Ελλάδα στον χάρτη της Ευρώπης και στη συνέχεια έγιναν πρωτοσέλιδο στο Inside Story με τίτλο «η δημοκρατία στην Ελλάδα πάει με την όπισθεν».
Το Inside Story έκανε επομένως ό,τι κατηγορεί ότι δεν κάνουν οι άλλοι: Δεν το έψαξε. Διάβασε αποτελέσματα μιας έρευνας που λέει ότι η δημοκρατία στην Ελλάδα έχει πολύ μεγάλο πρόβλημα, και όχι μόνο την πίστεψε αλλά της έδωσε και φωνή. Κάλεσε την υπεύθυνη ερευνήτρια και, αντί να την ρωτήσει οτιδήποτε από τα παραπάνω, της έδωσε βήμα. Για τις επαναπροωθήσεις και τα άλλα θέματα του προσφυγικού δεν ανέφερε ότι αμφισβητούνται επισήμως, ούτε καν παρέθεσε ένα κάποιο λινκ, μια φράση. Αντίθετα, το Inside Story έκλεισε το άρθρο του παραθέτοντας την άποψη ότι «σύγχρονος τρόπος αυταρχικοποίησης μιας δημοκρατίας δεν είναι πλέον τόσο τα πραξικοπήματα, αλλά μια μεθοδική και σταδιακή υποτίμηση δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών», αφήνοντας, σε εμένα τουλάχιστον σαν αναγνώστη, την εντύπωση ότι η Ελλάδα αυταρχικοποιείται.
Αυτή πάλι η «αυταρχικοποίηση της δημοκρατίας» προέρχεται από άλλη έρευνα του Γκετεμποργκ, στην οποία μάλιστα, αν την διαβάζω σωστά, η δημοκρατία στην Ελλάδα εμφανίζεται καλύτερη από του Καναδά και των ΗΠΑ! Το ίδιο άλλωστε το Εργαστήριο στην έρευνά του για τον κορωνοιό διευκρινίζει ρητά ότι «Combined, these two indices provide a snapshot of how emergency responses to Covid-19 may be affecting the quality of democracy within the country. They are not intended to estimate the level of democracy, which is instead captured using the V-Dem Liberal Democracy Index (LDI) in 2019».
Για όλους αυτούς τους λόγους θεωρώ ότι το Inside Story στην περίπτωση αυτή δεν άσκησε δημοσιογραφία, αλλά έκανε πολιτική πράξη. Κρίμα, επειδή, όπως είπα στην αρχή, στο Inside Story είμαι ένας κατά τα άλλα ιδιαίτερα ευχαριστημένος συνδρομητής.