Δημοσιεύθηκε στο emea.gr, 3.02.2021
Στο Ισραήλ κατατέθηκαν το 2018 συνολικά 7.000 αιτήσεις, στο Βέλγιο 1.100, στην Αυστρία 2.000, στην Πορτογαλία 690 και στη Βουλγαρία 198. Και η Ελλάδα; Στην Ελλάδα κατατέθηκαν 579 αιτήσεις.
Ο αριθμός των αιτήσεων για την απόκτηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (πατεντών) είναι ένας από τους βασικούς παγκόσμιους δείκτες ανταγωνιστικότητας, καινοτομίας και, τελικά, προόδου κάθε χώρας. Η χρήση του είναι απλή: Όσο μεγαλύτερος, τόσο καλύτερα. Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός είναι αμείλικτος, και αναδεικνύεται στις σχετικές μετρήσεις: Επί συνόλου 3εκ. αιτήσεων το 2018, στην Κίνα κατατέθηκαν 1,5εκ. αιτήσεις, ενώ στις ΗΠΑ 600.000. Στην Ιαπωνία κατατέθηκαν 300.000 αιτήσεις, στην Κορέα 200.000, στη Γερμανία 67.000, στη Γαλλία 16.000, και στην Ιταλία 9.000.
Για να έρθουμε στα δικά μας μεγέθη, δηλαδή μιας δυτικής χώρας με πληθυσμό περίπου 10εκ., στο Ισραήλ κατατέθηκαν το 2018 συνολικά 7.000 αιτήσεις, στο Βέλγιο 1.100, στην Αυστρία 2.000, στην Πορτογαλία 690 και στη Βουλγαρία 198.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό η χώρα μας υστερεί, και μάλιστα σημαντικά. Κανονικά θα έπρεπε να έχει υπερδιπλάσιες αιτήσεις κατ’ έτος. Έπρεπε δηλαδή να κυμαίνεται άνω των χιλίων και ιδανικά στην περιοχή των 2.000 αιτήσεων κατ’ έτος. Απαιτείται επομένως υπέρ-τριπλασιασμός των εθνικών μας αιτήσεων μόνο και μόνο για να αντικατοπτρίζεται η διεθνής μας θέση και στις μετρήσεις διανοητικής ιδιοκτησίας – ούτε λόγος για δυναμική ανάπτυξη και πρόοδο, αν θέλαμε δηλαδή να συγκριθούμε με το Ισραήλ.
Για τους λόγους της εθνικής μας αποτυχίας καθένας έχει τη γνώμη του. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτή οφείλεται στην κακή επιχειρηματική και ερευνητική μας κουλτούρα αλλά και στο ανεπαρκές ρυθμιστικό πλαίσιο.
Όσον αφορά την ερευνητική κουλτούρα, ο μέσος Έλληνας ερευνητής απασχολείται κατά κανόνα σε δημόσια πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Η (αριστερών καταβολών) απέχθεια για οποιαδήποτε οικονομική εκμετάλλευση της έρευνας, η αποσύνδεση των πανεπιστημίων από την αγορά και η καταδίωξη της αριστείας έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους βαθιά στην συνείδησή του: Η κατάθεση αίτησης για την απόκτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας από ελληνικά πανεπιστήμια και από τους ερευνητικούς οργανισμούς του δημοσίου δημιουργεί, αν όχι απέχθεια, πάντως καχυποψία.
Από την άλλη μεριά, ο μέσος Έλληνας επιχειρηματίας ουδέποτε θεώρησε ότι η είσπραξη δικαιωμάτων (royalties) από πατέντα αποτελεί μέρος ενός επιχειρηματικού σχεδίου (business plan). Παρότι εμπειρικά, μέσα από την ενασχόλησή μου με την αγορά, μπορώ να βεβαιώσω ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν είναι λιγότερο καινοτόμες από αντίστοιχές τους του εξωτερικού, το μοντέλο ανάπτυξής τους είναι κατά κανόνα εσωστρεφές, με την έννοια ότι αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στη διάθεση τελικού προϊόντος ή υπηρεσίας με ενσωματωμένη την καινοτομία. Δηλαδή, μπορεί ελληνική επιχείρηση να σχεδιάσει καινοτόμο λογισμικό με ενσωματωμένη πατέντα, όμως τελικά στόχος της θα είναι να διαθέσει στους πελάτες της το λογισμικό – όχι την πατέντα. Ομολογουμένως είναι πολύ πιο εύκολο και απλό να προσπαθήσει κανείς να πουλήσει προϊόν παρά τεχνολογία, αφού το δεύτερο απαιτεί διεθνές δίκτυο υψηλού επιπέδου, που θα καταλάβει την αξία της και θα την ενσωματώσει στα δικά του προϊόντα (ενδεικτικά, το ένα τέταρτο του κόστους ενός smartphone πηγαίνει σε royalties). Αυτό το, σύνθετο, παγκοσμιοποιημένο επίπεδο επιχειρηματικότητας είναι κάτι βρίσκεται ακόμα μακριά από τον μέσο Έλληνα επιχειρηματία.
Εξίσου, η νομοθεσία υστερεί όχι σε εύρος αλλά σε βάθος. IP box νομοθεσία, με την έννοια της παροχής φορολογικών απαλλαγών επί εσόδων από την εκμετάλλευση πατεντών, έχουμε και εμείς όπως όλες οι άλλες χώρες ήδη εδώ και μια δεκαετία. Όμως το ελληνικό σύστημα φορτώθηκε με τόσες γραφειοκρατικές διαδικασίες, καρκινοβατώντας μεταξύ ατέρμονων απαιτήσεων για την εξασφάλιση της διεθνούς αναγνωρισιμότητας της πατέντας, ώστε τελικά η χρήση του παρέμεινε εξαιρετικά περιορισμένη. Η νομοθετική οπτική στην περίπτωση αυτή, επειδή ο στόχος είναι η παροχή κινήτρων και όχι η προστασία δικαιωμάτων, όφειλε να είναι βασισμένος στον αντίστοιχο κίνδυνο (risk-based) και όχι στο δικαίωμα (right-based): Δηλαδή, γενική και εύκολη εφαρμογή της φορολογικής απαλλαγές και έλεγχος αναδρομικά καλής εφαρμογής της με αυστηρές κυρώσεις.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι άγνωστο στην, σχετικά μικρή, κοινότητα της κατοχύρωσης και εκμετάλλευσης της διανοητικής ιδιοκτησίας στην Ελλάδα. Οι παθογένειες είναι εντοπισμένες εδώ και καιρό – είναι μόνο οι ερμηνείες και οι λύσεις που διαφέρουν.
Σε αυτό το πλαίσιο προφανώς ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας κατέχει κομβικό ρόλο. Έργο του δεν είναι μόνο η προστασία αλλά και η προώθηση. Με άλλα λόγια, ο ΟΒΙ δεν είναι απλά ένας οργανισμός του δημοσίου που παθητικά ελέγχει αιτήσεις και αποδίδει το δικαίωμα σε όποιες πληρούν τα κριτήρια. Η αποστολή του είναι πολύ πιο σύνθετη, καθώς τελικά πρέπει να διασφαλίσει ότι ο αριθμός των αιτήσεων είναι και παραμένει υψηλός, σε αντιστοιχία με τη διεθνή θέση της χώρας.
Εν αναμονή επομένως του απολογισμού του 2020, ήδη ο ΟΒΙ ανακοίνωσε αύξηση των αιτήσεων για την απόκτηση πατεντών κατά ποσοστό περίπου 25% (760 το 2020 έναντι 589 το 2019). Πρόκειται αναμφίβολα για ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Σε συνθήκες πανδημίας, διατάραξης της αγοράς και ανατροπής της κανονικότητας, ελληνικές επιχειρήσεις και εφευρέτες κατέθεσαν αιτήσεις όχι μόνο ίδιες ή λίγο λιγότερες, όπως εύλογα θα περίμενε κανείς, αλλά σημαντικά περισσότερες από το 2019! Aξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός, ότι παρά την αύξηση των αιτήσεων και τις συνθήκες της πανδημίας (τηλε-εργασία κλπ.), ο μέσος χρόνος ολοκλήρωσης των εκθέσεων έρευνας το 2020 ήταν μεταξύ 8 και 9 μηνών από την κατάθεση της αίτησης.
Πρόκειται για αναμφίβολη επιτυχία, που δημιουργεί ελπίδες για το μέλλον. Δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος αν η αύξηση οφείλεται αποκλειστικά στον ΟΒΙ, αφού για να κάνει κάτι τέτοιο χρειάζεται να έχει πρόσβαση στα ποιοτικά της στοιχεία. Όμως, ο ΟΒΙ ήδη κατά το 2020 προκήρυξε τον τέταρτο διαγωνισμό απονομής βραβείων σε διακεκριμένες εφευρέσεις (σημείωση: ο γράφων είναι πρόεδρος της σχετικής επιτροπής), αναβάθμισε τα τεχνικά του συστήματα και σύναψε πρόγραμμα προστασίας της αγοράς από απομιμήσεις προϊόντων. Όπως είδαμε παραπάνω η αλλαγή νοοτροπίας είναι απαραίτητη, και δράσεις προβολής όπως αυτές που ανέλαβε πέρυσι ο ΟΒΙ εξυπηρετούν ακριβώς αυτό.
Άφησα για το τέλος το θέμα του κόστους, επειδή η άποψή μου ίσως είναι αιρετική: Κατά τη γνώμη μου το κόστος δεν αποτελεί ανασχετικό παράγοντα. Δεν είναι αυτό το βασικό μας πρόβλημα. Πιστεύω ότι, παρότι το κόστος κατάθεσης μιας ελληνικής αίτησης μπορεί να φτάσει τις λίγες χιλιάδες Ευρώ ενώ μιας Ευρωπαϊκής τις λίγες δεκάδες χιλιάδες Ευρώ, αυτό δεν είναι το βασικό πρόβλημα που κρατά τη χώρα πίσω σε καταθέσεις νέων αιτήσεων. Σε ένα καλά υπολογισμένο επιχειρηματικό σχέδιο συνολικού ύψους εκατοντάδων χιλιάδων Ευρώ (πως αλλιώς να βγει κανείς με αξιώσεις στην αγορά;) ή σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα διάρκειας πολλών ετών τα χρήματα αυτά είναι ασήμαντα. Παρόλα αυτά, αναγνωρίζω ότι η άποψή μου είναι αιρετική, και ότι το υψηλό κόστος της κατάθεσης συχνά προβάλλεται ως τροχοπέδη. Αν τα πράγματα είναι πράγματι έτσι, τότε οι πολύ σημαντικές μειώσεις τελών του ΟΒΙ είναι στη σωστή κατεύθυνση. Ο ΟΒΙ αναγνωρίζει έτσι τις οικονομικές δυσχέρειες και δέχεται να συμμετάσχει και ο ίδιος στο οικονομικό πρόβλημα. Ακόμα πάντως και τα πράγματα να μην είναι έτσι, και να έχω εγώ δίκιο όταν υποστηρίζω ότι εκατό ή και χίλια Ευρώ ακόμα δεν (πρέπει να) κάνουν τη διαφορά, και πάλι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη συμβολική σημασία της απόφασης του ΟΒΙ: Αποδεχόμενος να μειώσει τα έσοδά του, αν μη τι άλλο δείχνει με τον σαφέστερο τρόπο ότι στέκεται δίπλα στον Έλληνα εφευρέτη και ότι επιθυμεί έμπρακτα να ενισχύσει τις αιτήσεις για πατέντες στην Ελλάδα, ώστε επιτέλους η χώρα να φτάσει στο επίπεδο που της αξίζει και πρέπει να βρίσκεται.