Δημοσιεύθηκε στο EpiDexia.blog, 25.03.2021

Η επέτειος των 200 ετών από την ελληνική επανάσταση βρίσκει την Ελλάδα σε εξαιρετική κατάσταση. Για να το διαπιστώσει αυτό κανείς χρειάζεται να κοιτάξει πίσω από τη σκόνη, τόσο της πανδημίας όσο και της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Χρειάζεται να ξεπεράσει για λίγο (την αριστερής προέλευσης) γκρίνια για κάθε τι, και να σκεφτεί την πραγματικότητα γύρω του. Να εγκαταλείψει την ηττοπάθεια, και να δει τα πράγματα όπως ακριβώς έχουν.

Πως έχουν; Ακόμα και με την πιο αυστηρή ματιά η Ελλάδα ξεκίνησε από το μηδέν το 1821, το 1921 ακόμα βασανιζόταν από συνεχείς πολέμους, ενώ το 2021 βρίσκεται στις πενήντα (αν όχι στις τριάντα) πιο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Οι Έλληνες χαίρονται ένα βιοτικό επίπεδο που τα 3/4 του πλανήτη θα ζήλευαν – και αυτό είναι ξεκάθαρο από το γεγονός ότι έγινε χώρα προορισμού των δυστυχισμένων αντί για χώρα προέλευσης όπως ήταν μέχρι πρόσφατα. Κυρίως όμως, η Ελλάδα είναι ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία σήμερα μαζί με Αμερική και Κίνα καθορίζει την τύχη του κόσμου. Όσοι όλα αυτά τα βλέπουν λίγα και ασήμαντα πιστεύω ότι οφείλουν να το ξανασκεφτούν.

Η χαρά και η υπερηφάνεια για ό,τι πέτυχαν οι Έλληνες μέχρι σήμερα προφανώς και δεν πρέπει να κρύψει τα τωρινά μας προβλήματα ούτε την ανάγκη να αναλυθούν οι ήττες και τα λάθη του παρελθόντος. Οικονομικά και εθνικά προβλήματα ταλαιπωρούν, όπως πάντα ταλαιπωρούσαν, τους Έλληνες. Όμως η βασική διαφορά σήμερα είναι ότι αυτά αντιμετωπίζονται πλέον από θέση ισχύος και όχι όπως στο παρελθόν από θέση άμυνας και με διακύβευμα μια εθνική καταστροφή. Σήμερα η οικονομική κρίση και η αντιμετώπισή της πανδημίας από τους Έλληνες έδειξαν ότι η χώρα και θέλει και μπορεί.

Αν υπάρχει ένα θέμα επομένως να συζητηθεί σήμερα αυτό είναι ο εθνικός μας στόχος για τα επόμενα εκατό χρόνια. Το 1921 τα πράγματα ήταν ακόμα ασαφή επειδή, όπως εντόπισε ο Γιάννης Κίτσος σε άλλο κείμενο του αφιερώματός μας για την εθνική επέτειο, ο ελληνισμός ήταν τότε ακόμα μεγαλύτερος από το κράτος. Η μικρασιατική καταστροφή και η ανταλλαγή πληθυσμών ταύτισαν τελικά (με την εξαίρεση φυσικά του απόδημου ελληνισμού) το έθνος με το κράτος. Αργότερα, τη δεκαετία του 1930, οι Έλληνες προσπάθησαν να βρουν τη σωστή ισορροπία, πέρα από τις ανάγκες της επανάστασης του 1821, μεταξύ αρχαίας και νέας Ελλάδας. Στην επέτειο δηλαδή των εκατό ετών αντιμετωπίζαμε ακόμα βασικά, υπαρξιακά προβλήματα.

Σήμερα, με τα υπαρξιακά μας προβλήματα βασικά λυμένα, τι έχουμε ακόμα να κάνουμε; Νομίζω ότι η απάντηση είναι, να κάνουμε αυτό που πάντα κάναμε καλύτερα σαν έθνος και σαν άτομα, δηλαδή να καινοτομήσουμε.

Η Ελλάδα του 1821 ήταν η πρώτη επιτυχημένη εθνική (όχι κοινωνική) επανάσταση στην Ευρώπη. Ήταν η πρώτη επιτυχημένη επανάσταση για τον σχηματισμό ανεξάρτητου κράτους κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτήν πολέμησαν και γυναίκες, σπάζοντας «στεγανά» αιώνων, όπως επισημαίνει η Αγγελική Μητροπούλου εξίσου σε κείμενο του αφιερώματός μας για την εθνική επέτειο. Το ελληνικό κράτος ήταν το πρώτο έθνος-κράτος στην Ευρώπη (μαζί με το Βέλγιο, το οποίο όμως έκανε επανάσταση ενός μόνο έτους, κατά των Ολλανδών). Η ελληνική επανάσταση ήταν η πρώτη «διεθνοποιημένη» επανάσταση, που χρησιμοποίησε τη διεθνή κοινή γνώμη υπέρ της. Η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ναβαρίνο ήταν η πρώτη για τη δημιουργία νέου ανεξάρτητου κράτους (λίγο καιρό μετά το επανέλαβε η Γαλλία, και πάλι στο Βέλγιο). Το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα ήταν από τα πιο φιλελεύθερα και καινοτόμα της εποχής του.

Τα επόμενα διακόσια χρόνια η καινοτόμος διάθεσή μας ατόνησε. Ακολουθήσαμε, θέλοντας και μη, τις τάσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αποκτήσαμε και εμείς βασιλιά (ο Όθωνας ήρθε μόνο αφότου ο Λεοπόλδος μας απέρριψε για να πάει στο Βέλγιο), είχαμε όμως προβλήματα μαζί του και τελικά τον διώξαμε. Εξοπλιστήκαμε με ό,τι καλύτερο και κάναμε επεκτατικούς πολέμους, κάποιους από τους οποίους χάσαμε και κάποιους κερδίσαμε. Ανά εκατό έτη (1890, 1990) προσπαθήσαμε να εκσυγχρονιστούμε αντιγράφοντας τα δυτικά μοντέλα που γνωρίζαμε ήδη, με ανάμικτα κάθε φορά αποτελέσματα. Αντιμετωπίσαμε το πρόβλημα των άκρων, φασισμού και κομμουνισμού, με πολύ μέτρια επιτυχία. Βρεθήκαμε αντιμέτωποι αρκετές φορές με δικτατορία όμως αντιδράσαμε αποτελεσματικά, και σήμερα θεωρούμε τη δημοκρατία, εκτός από «δικιά μας», το καλύτερο πολίτευμα του κόσμου.

Τίποτα από τα παραπάνω που μας συνέβησαν τα τελευταία διακόσια χρόνια δεν ξεφεύγει από το πλαίσιο της ευρωπαϊκής κανονικότητας. Η Ελλάδα δεν υστέρησε ούτε διαφοροποιήθηκε πουθενά. Ό,τι περάσαμε το πέρασαν με παρόμοιο τρόπο και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Ό,τι σκεφτήκαμε το σκεφτήκανε κι αυτά. Όπως και όπου υποφέραμε υπέφεραν και κείνα και οι κάτοικοί τους. Και ό,τι προσπαθήσαμε το προσπαθήσαμε επειδή το είδαμε πρώτα εκεί να πετυχαίνει.

Αυτό ακριβώς το τελευταίο προτείνω να αλλάξουμε. Αφού πριν διακόσια χρόνια πρώτη η Ελλάδα έκανε τόσα πράγματα, γιατί όχι ξανά και σήμερα; Γιατί να μην πειραματιστούμε και εμείς με νέα πράγματα, με τον κίνδυνο φυσικά να αποτύχουμε, ώστε να δώσουμε το παράδειγμα σε άλλους; Αν κατά τα προηγούμενα διακόσια χρόνια δεν μπορούσαμε να καινοτομήσουμε επειδή ακόμα δεν ήμασταν αρκετά ισχυροί και δεν στεκόμασταν αρκετά καλά στα πόδια μας, τώρα πλέον αυτό έχει αλλάξει – μπορούμε, και το ζήτημα είναι πλέον αν θέλουμε. Γιατί επομένως να μην επιχειρήσουμε κάτι νέο και διαφορετικό; Γιατί να μην αποτελέσουμε εμείς ένα παγκόσμιο εργαστήριο ιδεών; Κάτι τέτοιο ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μας, που σε ατομικό επίπεδο παραμένει περιπετειώδης, ρομαντική και ριψοκίνδυνη (όπως του Οδυσσέα, όπως πρότεινε ο Στάθης Καλύβας). Γιατί όχι και σε εθνικό; Αν κάτι μας μαθαίνει άλλωστε η ιστορία μας, και ειδικά η σημερινή επέτειος, είναι ακριβώς αυτό, ότι όποιος τολμά νικά, και ότι τα καλά έρχονται μόνο σε εκείνους που τα διεκδικούν.