Ο Economist κάθε εβδομάδα μας ενημερώνει πως διαλέγει το εξώφυλλο του

Δημοσιεύθηκε στο emea.gr, 7.04.2020

Ο κορωνοϊός μπορεί να έχει ανατρέψει τις ζωές όλων μας με τρόπο που ακόμα είναι δύσκολο να αξιολογηθεί πλήρως όμως, ως κρίση και μάλιστα παγκόσμια, δεν παύει να αποτελεί και ευκαιρία καλύτερης κατανόησης του κόσμου γύρω μας. Σε αυτό το πλαίσιο τις μέρες που μας πέρασαν είχαμε μια μοναδική, σπάνια ευκαιρία να διαπιστώσουμε πως περίπου φιλελεύθεροι, όπως ο Economist, και αριστεροί υπονομεύουν τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες και τα συστήματα στα οποία ζούμε σήμερα.

Την προηγούμενη εβδομάδα το εξώφυλλο του Economist ήταν, όπως πάντα, εύγλωττο. Το κύριο θέμα του ήταν «το κράτος την εποχή του κορωνοιού».

Η προσέγγιση προκύπτει από την εικόνα του εξώφυλλου: Το κράτος αύξησε την εξουσία του εξαιτίας του κορωνοϊού και έγινε πανίσχυρο. Η παρακολούθηση των πολιτών είναι το σημαντικότερο από τα προβλήματα ενός πανίσχυρου κράτους την εποχή του κορωνοϊού. Το Χονγκ Κονγκ χρησιμοποιεί κινητά για να επιβάλλει καραντίνα στους κατοίκους του. Το ίδιο και η Κίνα. Η Νότια Κορέα αυτομάτως συλλέγει τις λίστες επαφών ασθενών ώστε να έχει καταλόγους πολιτών που πρέπει να μπουν σε καραντίνα. Στην Ουγγαρία και το Ισραήλ έχουν εφαρμοστεί αντιδημοκρατικές μέθοδοι κατάργησης της δημοκρατίας. Το άρθρο καταλήγει ότι μαζική παρακολούθηση μπορεί να απαιτείται για να αντιμετωπίσουμε τον ιό, όμως η άμυνα εναντίον του πανίσχυρου κράτους είναι η ίδιοι οι πολίτες που θα πρέπει να αντιδράσουν.

Ποιο το πρόβλημα με το άρθρο; Ότι βάζει στο ίδιο καλάθι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, κατάλληλα τοποθετημένα ώστε να βγει μια εικόνα. Πρόκειται για την εικόνα του εξώφυλλου: Το μακρύ και αόρατο χέρι του κράτους μεταχειρίζεται τους πολίτες σαν μαριονέτες.

Ο Economist εσκεμμένα κατέληξε σε αυτήν την εικόνα. Κάθε εβδομάδα μας ενημερώνει πως διαλέγει εξώφυλλο, και ορίστε οι εναλλακτικές του για την ίδια εβδομάδα.

Εναλλακτικές, επομένως, εξώφυλλου υπήρχαν: Τα προβλήματα περιορισμού του ιού στον τρίτο κόσμο. Ο κόσμος μας σε χαλάσματα. Ακόμα και ο ρόλος του στρατού και της αστυνομίας στον περιορισμό του ιού. Όμως όχι. Ο Economist προτίμησε τον πολίτη-μαριονέτα και το μακρύ χέρι του κράτους να κρατά τα σχοινιά.

Ποια είναι η αλήθεια; Ότι, ως γνωστόν, άλλο καθεστώς έχουμε στην Κίνα, άλλο στο Χόνγκ Κόνγκ, άλλο στη Νότια Κορέα, άλλο στις ΗΠΑ, και άλλο στην Ευρώπη. Στην Ευρώπη έχουμε δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, κοινοβούλια, νόμους, δικαστήρια όλα τα σχετικά. Τα οποία, όσο και αν γκρινιάζουμε, λειτουργούν. Επίσης, στην Ευρώπη έχουμε την νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα – τον γνωστό μας GDPR. Ο GDPR περιέχει τους πιο προηγμένους και αυστηρούς κανόνες για τα προσωπικά δεδομένα στον κόσμο σήμερα. Οι μηχανισμοί ελέγχου του είναι σε πλήρη λειτουργία παντού στην Ευρώπη.

Συνεπώς, στην Ευρώπη κανένα μέτρο δεν αποφασίστηκε αντιδημοκρατικά ή παράνομα. Στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες οι θεσμοί και το σύστημα λειτουργούν – και ανταποκρίνονται, όπως ανταποκρίνονται σε κάθε Κράτος-Μέλος, στην πανδημία. Όπου υπάρχουν αποκλίσεις, όπως ίσως στην Ουγγαρία ή στο (κατά δήλωση GDPR επιπέδου προστασίας Ισραήλ) μέτρα έχουν ήδη αρχίσει να λαμβάνονται.

Παραπλανητικά επομένως ο Economist έβαλε στο ίδιο καλάθι πρακτικές πολύ διαφορετικών μεταξύ τους κρατών για να υποστηρίξει την εικόνα του πολίτη μαριονέτα και του κράτους δυνάστη. Τον Economist νομίζω ότι στην Κίνα και στην Νότια Κορέα δεν τον πολύ-διαβάζουν ή έστω τον διαβάζουν μόνο οι τοπικές ελίτ. Στην Ευρώπη όμως τον διαβάζουν πολλοί περισσότεροι – οι οποίοι θα δουν την εικόνα και θα πάρουν το μήνυμα, χωρίς να πολυσκεφτούν ότι το κείμενο τελικά δεν αφορά τις δικές τους κυβερνήσεις και τις δικές τους δημοκρατίες.

Το ίδιο παραπλανητικά με τον Economist, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει εντυπώσεις κατά των ευρωπαϊκών δημοκρατιών και κρατών, αντιδρά την εποχή του κορωνοϊού και η αριστερά. Ενδεικτικά μόνο παραθέτω την ανάρτηση του κ.Κιμούλη, επειδή πήρε ιδιαίτερη δημοσιότητα στη χώρα μας (αντιγραφή από το iefimerida), όμως σας βεβαιώνω ότι το παράδειγμα ακολουθείται από όλη την ευρωπαϊκή αριστερά.

Η αριστερά, όπως ο Economist, αμφισβητεί τα μέτρα των κυβερνήσεων κατά του κορωνοιού. Μπερδεύει διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους (στην Ελλάδα, την «μη επίταξη των ιδιωτικών κλινικών», τις «μαζικές προσλήψεις ιατρών» που δεν έγιναν, τους «λογαριασμούς ρεύματος» που δεν χαρίστηκαν) προκειμένου να βγάλει μια εικόνα: Ότι τα μέτρα των κυβερνήσεων είναι ακατάλληλα, ότι παραβιάζουν συνταγματικά δικαιώματα, ότι έχουν κρυφούς στόχους άλλους από την καταπολέμηση του ιού.

Φυσικά, λογική στα επιχειρήματά τους δεν υπάρχει: Τι σχέση έχει ο περιορισμός της κυκλοφορίας με τους λογαριασμούς ρεύματος; Δηλαδή αν η ΔΕΗ μας χαρίσει έναν λογαριασμό θα βγούμε ελεύθεροι στους δρόμους επειδή πέρασε ο ιός; Το ότι δεν προσλήφθηκαν μαζικά γιατροί σημαίνει ότι όσα μέτρα πράγματι ελήφθησαν είναι λάθος;

Έτσι, τις προηγούμενες ημέρες είχαμε επιθέσεις στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες από φιλελεύθερους και αριστερούς μαζί. Καθένας τους έκανε συρραφή κατάλληλη ώστε να βγάλει την εικόνα που τον εξυπηρετεί, να αμφισβητήσει και να σπείρει τη δυσπιστία. Και πάλι, θα μπορούσε όμως να πει κανείς, ποιο είναι το πρόβλημα με αυτό; Και η αμφισβήτηση και η δυσπιστία μέσα στο δημοκρατικό παιχνίδι δεν είναι;

Ναι, φυσικά, όμως υπάρχει κόστος. Για το κόστος της δυσπιστίας μιλά σε κείμενό του ο Ρωμανός Γεροδήμος: «η συνολική τάση [της εμπιστοσύνης] είναι πτωτική και συνοδεύεται από πολλές άλλες ενδείξεις κοινωνικής και πολιτικής αποδιοργάνωσης, όπως η μείωση του κοινωνικού κεφαλαίου (δηλαδή, του συνόλου κοινωνικών σχέσεων και πρόσβασης που έχει ένα άτομο σε δίκτυα υποστήριξης), η κρίση πολιτικής συμμετοχής και αντιπροσώπευσης, η παρακμή του ρόλου και της επιρροής συλλογικών θεσμών, όπως τα πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές ενώσεις, οι τοπικοί σύλλογοι κ.ο.κ». Το κείμενό του, από ό,τι καταλαβαίνω, κυρίως αφορά την τεχνολογία, όμως θεωρώ ότι βρίσκει και πιο καθημερινές εφαρμογές.

Η δυσπιστία, η κριτική, είναι απαραίτητο συστατικό των δημοκρατιών. Είναι ο λόγος που πηγαίνουμε μπροστά, που δεν μένουμε στάσιμοι. Είναι, τελικά, ο ίδιος ο λόγος που η δημοκρατία λειτουργεί και είναι προτιμότερη από οτιδήποτε άλλο. Από κει και πέρα όμως η κριτική που δεν αντέχει στη λογική, η στοχευμένη και παραπλανητική δημιουργία εντυπώσεων, η δυσπιστία απέναντι στα αυτονόητα (όπως η ανάγκη περιορισμού της κυκλοφορίας για χάρη της δημόσιας υγείας για όσο χρόνο υπάρχει ο κίνδυνος) δημιουργεί τελικά πρόβλημα στην κοινωνία. Πως; Στην Ελλάδα το μάθαμε πια καλά: Όλοι μας όποτε πιεζόμαστε θέλουμε να ακούσουμε ότι οι αποφάσεις των (δημοκρατικά εκλεγμένων) κυβερνήσεων δεν είναι σωστές, ότι υπάρχει ένας άλλος εντελώς δρόμος, ότι «με ένα νόμο» όλα θα διορθωθούν και θα γίνουν όπως πριν κ.λπ.

Στη χώρα μας το ζήσαμε το 2015 και πιο πριν με τους «αγανακτισμένους» πολίτες στις πλατείες. Είδαμε όλοι που οδήγησαν όλα αυτά – όμως πιστεύω ότι πλέον έχουμε γίνει πλέον σοφότεροι, ώστε να αναγνωρίζουμε τις υπονομευτικές επιθέσεις στις δημοκρατίες μας από τα άκρα, όλων των προελεύσεων και όλων των αποχρώσεων.