Δημοσιεύθηκε στην Οικονομική Επιθεώρηση 6.05.2023,

Ειλικρινά δεν γνωρίζω πότε η ανθρωπότητα πρωτο-σκέφτηκε ότι κάθε επόμενη γενιά πρέπει να ζει καλύτερα από την προηγούμενη. Υποθέτω ότι αυτό θα συνέβη κατά τον ύστερο Διαφωτισμό, με την καθιέρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Μπορεί όμως να κάνω λάθος, συγχέοντας το αποτέλεσμα (την υποχρεωτική εκπαίδευση, ως μέσο κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης) με το αίτιο (την έμφυτη ανάγκη των γονιών να προστατεύσουν όσο καλύτερα μπορούν τα παιδιά τους). Ό,τι πάντως και να ισχύει, είμαι βέβαιος ότι η Ιστορία θα αντιμετωπίσει με συμπάθεια και κατανόηση τη, λεγόμενη, Γενιά Ζ (γεννηθέντες μεταξύ του 1995 και του 2012), τους σημερινούς εικοσάρηδες, δηλαδή.

Το βασικό πρόβλημα αυτής της γενιάς εύκολα το αντιλαμβάνεται κανείς: είναι εγκλωβισμένη μεταξύ των προσδοκιών και του παραδείγματος των γονιών τους, που πράγματι έζησαν καλύτερα από τους δικούς τους γονείς (αυτό αφορά τη δική μου γενιά, όσων γεννηθήκαμε μέχρι το 1979), του αμφιλεγόμενου παραδείγματος των Millennials (όσων δηλαδή γεννήθηκαν μεταξύ του 1980 και του 1994), που δεν ζουν όλοι καλύτερα από τους γονείς τους, και της σκληρής πραγματικότητας που οι ίδιοι αντιμετωπίζουν σήμερα. Πως να μην ψάχνουν νέα κατεύθυνση και νέες λύσεις;

Αυτή η ανάγκη γίνεται εμφανέστερη στις εργασιακές της συνήθειες. Η Γενιά Ζ υποστηρίζεται ότι δεν μοιράζεται τις ίδιες προτιμήσεις με τις προηγούμενες: εκείνη «εργάζεται για να ζει», και όχι το αντίστροφο. Την ενδιαφέρουν τα «ποιοτικά» χαρακτηριστικά της εργασίας, όπως το κοινωνικό της αποτύπωμα, η «ολιστική εμπειρία», και η προσωπική αυτό-εκπλήρωση. Ξεκάθαρο επίσης είναι ότι αναζητά ευκαιρίες απασχόλησης και εκτός της κύριας εργασίας: δεδομένης της τηλε-εργασίας, είναι σημαντικό γι αυτήν είτε να αποζημιώνεται με ικανή αμοιβή είτε να παρέχεται η δυνατότητα να συμπληρωθεί το εισόδημά της από άλλες, εκτός εργασίας, πηγές. (Όλα τα στοιχεία από την έρευνα του World Economic Forum, How to recruit Generation Z workers – and keep them, Ιανουάριος 2023.)

Όλα αυτά τα διαβάζω με ενδιαφέρον, δεν είμαι όμως σίγουρος αν ο συντάκτης (στην ουσία, η Generation Z, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την έρευνα) δεν πάσχει από το ίδιο πρόβλημα με μένα παραπάνω, της σύγχυσης δηλαδή του αποτελέσματος με το αίτιο.

Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό αυτό πρέπει παράλληλα με τις προτιμήσεις της Γενιάς Ζ να δει κανείς και το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο ζει και κινείται. Η κρίση του 2008 χτύπησε την πρώτη σειρά της Γενιάς Ζ αμέσως μόλις βγήκε στην αγορά. Στην ουσία, βγήκαν σε μια κλειστή αγορά εργασίας. Δέκα χρόνια μετά η ζήτηση ανέβηκε όμως οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι ενώ ταυτόχρονα ο πληθωρισμός «θερίζει» το (περιορισμένο, μην ξεχνάμε ότι είναι νέοι εργαζόμενοι) εισόδημά τους. Τέλος, ας μην ξεχνάμε και την εμπειρία του covid-19, που ναι μεν ανέδειξε την τηλε-εργασία όμως ταυτόχρονα οδήγησε στο κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων που, νομίζω ότι, κυρίως εικοσάρηδες απασχολούσαν.

Συνεπώς, στην πράξη οι σημερινοί εικοσάρηδες αμέσως μόλις βγήκαν στην αγορά εργασίας βρήκαν κυρίως κλειστές πόρτες. Οι λίγες ανοιχτές τους έδιναν μισθούς που, για τον έναν ή τον άλλον λόγο, δεν ικανοποιούσαν. Πως κρίνεται το «μη ικανοποιητικό»; Μα, σύμφωνα με τις προσδοκίες που, εύλογα, τους δημιούργησαν οι γονείς τους, ότι θα ζήσουν καλύτερα από αυτούς.

Πως, επομένως, η Γενιά Ζ να μην αναπτύξει άμυνες, τώρα που η αγορά εργασίας επανήλθε και υπάρχει τεράστια ζήτηση; Πως να εμπιστευτεί εργοδότες που μέχρι πρότινος είχαν κλειστές τις πόρτες τους και που εξακολουθούν να προσφέρουν μη ικανοποιητικούς μισθούς; Πως να μην αναζητήσει ευελιξία στις εργασιακές της σχέσεις; Πως να μην επιλέξει μεταξύ εργοδοτών, όπου πλέον η επιλογή λαμβάνει υπόψη της και κριτήρια που δεν σχετίζονται άμεσα με το εργασιακό αντικείμενο;

Τα παραπάνω μπορεί (ίσως) να εξηγούν την αλλαγή, δεν θα πρέπει όμως να χρησιμοποιηθούν για την υποτίμησή της. Δεν αποσκοπούν να θεμελιώσουν ένα κυκλικό φαινόμενο της οικονομίας, όπου τώρα οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε θέση ισχύος, και συνεπώς επιλέγουν, ενώ σε λίγο τα πράγματα πάλι θ’ αλλάξουν. Οι αλλαγές στη νοοτροπία δεν ανατρέπονται. Το ίδιο και οι συνθήκες τηλε-εργασίας (που ασφαλώς αποκόπτουν τον «οργανικό» δεσμό με τον χώρο εργασίας). Το μόνο που μένει ίδιο είναι η ανάγκη του ανθρώπου να βελτιώσει τις συνθήκες του, να ζήσει καλύτερα από τους γονείς του. Αυτό θα το επιδιώξει με κάθε τρόπο, είτε εντός, είτε εκτός, είτε σε πολλούς χώρους εργασίας παράλληλα.