Δημοσιεύθηκε στο dEASY, 6.8.2018

 

Mετά τη φονική φωτιά στο Μάτι κάποιοι σχολίασαν και πάλι, κατηγορώντας άλλωστε και τους εαυτούς τους, ότι αντιδρούμε πια όλοι αποκλειστικά και μόνο μέσω ιντερνετ, χωρίς να κάνουμε κάτι στον πραγματικό κόσμο. Τα σχετικά post, που φαντάζομαι ότι ακούγονται οικεία σε καθέναν μας, ισχυρίζονται περίπου ότι είμαστε όλοι επαναστάτες του καναπέ, που κάνουμε με ευκολία like ή ποστάρουμε κατάρες και βρισιές, αλλά η αντίδρασή μας περιορίζεται εκεί. Δεν κάνουμε τίποτα ουσιαστικό για να βοηθήσουμε ή να αλλάξουμε την κατάσταση.

Έχουν όμως πράγματι έτσι τα πράγματα;

Προσωπικά, δεν το νομίζω. Πιστεύω ότι τα likes μια χαρά δουλειά κάνουν, τόσο για εξωτερικούς όσο και για εσωτερικούς λόγους. Οι εξωτερικοί έχουν περίπου ως εξής – και για τους εσωτερικούς συζητάμε την επόμενη βδομάδα:

(1)   Το like είναι έκφραση άποψης. Κάθε φορά που κάνουμε like σε ένα post (εντάξει, όχι για ουζερί ή παραλίες) αποκαλύπτουμε τόσο τη γνώμη μας για το συγκεκριμένο θέμα όσο και, κατ’ επέκταση, τις πολιτικές και φιλοσοφικές μας πεποιθήσεις. Κάποιος τρίτος μπορεί από τα ποσταρίσματά μας και τα like μας να σχηματίσει εικόνα, ποιοι είμαστε και τι πιστεύουμε.

(2)   Τα κόμματα είναι γνωστό ότι θέλουν να γνωρίζουν τι πιστεύουν και τι σκέφτονται κάθε φορά οι πολίτες. Σε αυτό τους βοηθούν για την ώρα κλασσικού τύπου δημοσκοπήσεις που «τρέχουν» διαρκώς. Υπάρχουν πολιτικοί, Έλληνες και ευρωπαίοι, που δεν παίρνουν καμία απόφαση αν πριν δεν έχουν λάβει υπόψη τους τη γνώμη του κοινού.

(3)   Επομένως, τα ποσταρίσματά μας στα social media θα μπορούσαν να είναι πολύτιμα για τους πολιτικούς, αφού δίνουν με μεγάλη ακρίβεια το στίγμα καθενός από εμάς για κάθε σχεδόν θέμα. Όμως, το, τεχνολογικό, πρόβλημα είναι ότι σήμερα αυτή τη μεταφορά πρέπει αναγκαστικά να την κάνει άνθρωπος. Οι μηχανές έχουν για την ώρα πολύ μικρό ποσοστό επιτυχίας στο έργο αυτό. Προφανώς στα εύκολα τα πηγαίνουν καλά (όταν δηλαδή πρόκειται για ένα κατάφωρα «κομματικό» κείμενο όσοι κάνουν like μάλλον είναι οπαδοί του αντίστοιχου κόμματος), όμως μια μηχανή δεν αντιλαμβάνεται την ειρωνεία ή το χιούμορ, ούτε να διαβάζει μέσα από τις λέξεις μπορεί.

(4)   Έτσι, αυτό που απομένει είναι η ερμηνεία και η εξαγωγή συμπερασμάτων από «μεσάζοντες» / ειδικούς, που αναλαμβάνουν να μεταφέρουν στους πολιτικούς πως περίπου σκέφτεται η ιντερνετική κοινότητα.

(5)   Εκεί ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα, το αληθινό εμπόδιο στην «επανάστασή» μας. Τα ποσταρίσματά μας στα social media αποτελούν έμμεση άσκηση άμεσης δημοκρατίας. Όμως, στο βαθμό που δεν μεταφέρονται με αξιόπιστο τρόπο στα κόμματα, σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση, παραμένουν αναξιοποίητα. Μέχρι να υπάρξουν κατάλληλες τεχνολογίες η «επαναστατική» μας διάθεση διυλίζεται, νερώνεται, και τελικά χάνεται.

Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η δράση μας στα social media χαραμίζεται. Όταν το κύμα αντίδρασης είναι αδιαμφισβήτητο, όπως τώρα με τις φωτιές, τότε μπορεί να επηρεάσει το πολιτικό σκηνικό, οδηγώντας, για παράδειγμα, σε εκ των υστέρων παραιτήσεις. Ακόμα και να μην είναι όμως αυτή η περίπτωση, και πάλι η δράση καθενός από εμάς στα social media δεν πάει χαμένη – για τους «εσωτερικούς» λόγους που θα μας απασχολήσουν στο επόμενο σημείωμα.

Προτείνω επομένως να συνεχίσουμε να ποστάρουμε, όπως ήδη κάνουμε, αγνοώντας τους αμφισβητίες. Και μάλιστα, όσο περισσότερο, τόσο το καλύτερο!