Δημοσιεύθηκε στο dEASY, 18.10.2010

Επίκαιρο, αφού άλλωστε τα κοινωνικά δίκτυα (Facebook, Twitter και τα σχετικά) βρίσκουν και στην Ελλάδα όλο και μεγαλύτερο κοινό: έχει ένας δικηγόρος άραγε δικαίωμα, στο πλαίσιο εκτέλεσης εντολής του πελάτη του, να επιδιώξει να εισέλθει στο προφίλ χρήστη ώστε να αντλήσει από εκεί πληροφορίες που θα βοηθήσουν τον πελάτη του στην υπόθεσή του; Για παράδειγμα, σε υπόθεση διαζυγίου, έχει δικαίωμα ο δικηγόρος του ενός συζύγου να επιδιώξει να γίνει «φίλος» με το προφίλ του αντιδίκου, ώστε να έχει πρόσβαση στις εκεί δημοσιευμένες πληροφορίες (πχ. σχέσεων με τρίτα πρόσωπα) ώστε να τα χρησιμοποιήσει αργότερα στη δίκη;

Με το θέμα ασχολήθηκε η Επιτροπή Δεοντολογίας του Δικηγορικού Συλλόγου Νέας Υόρκης (Απόφαση 2010-2). Εν συντομία, η επιτροπή αποφάσισε ότι ένας δικηγόρος δεν πρέπει να προσπαθήσει να αποκτήσει πρόσβαση σε Διαδικτυακό Τόπο κοινωνικής δικτύωσης με σκοπό άλλον από εκείνον της χρήσης του σύμφωνα με τον σκοπό του, και μάλιστα ανεξαρτήτως αν κάτι τέτοιο το επιχειρεί ο ίδιος ο δικηγόρος ή τρίτος για λογαριασμό του (agent, θα σκεφτόμουν προσωπικά και software agent).

Η Επιτροπή ξεκινά διαπιστώνοντας ότι οι δικηγόροι όλο και περισσότερο χρησιμοποιούν sites κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Twitter, YouTube) ως δυνητικές πηγές αποδείξεων σε αντιδικίες. Για παράδειγμα, δεδομένου του περιεχομένου των πληροφοριών που συνήθως δημοσιεύονται στα παραπάνω sites, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς αντιδικία με αντικείμενο διαζύγιο όπου αποδείξεις απιστίας στοιχειοθετούνται εν όλω ή εν μέρει από δημοσιεύσεις στο Facebook wall. Εξίσου εύκολα θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί κατηγορία προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας μέσω κατάλληλης χρήσης του YouTube. H Επιτροπή διαπιστώνει πως «the prevalence of these and other social networking websites, and the potential benefits of accessing them to obtain evidence, present ethical challenges for attorneys navigating these virtual worlds».

Η Επιτροπή, ορθώς κατά τη γνώμη μου, αντιπαραβάλει τον «πραγματικό» με τον virtual κόσμο: ενώ στον «πραγματικό» κόσμο δεν θα ανοίγαμε την πόρτα μας σε αγνώστους, «social networking users often do just that with a click of the mouse». Το πόρισμά της επιδιώκει να προφυλάξει τον, απρόσεχτο, χρήστη του ιντερνετ από αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο.

Από την άλλη μεριά, η Επιτροπή δεν αποκλείει οποιαδήποτε χρήση Διαδικτυακών Τόπων κοινωνικής δικτύωσης από δικηγόρους για τους παραπάνω σκοπούς. Συγκεκριμένα, ενθαρρύνει την «ευθεία» προσέγγιση: ένας δικηγόρος μπορεί να χρησιμοποιήσει το πραγματικό του όνομα και προφίλ για να στείλει «friend request» ώστε να αποκτήσει πληροφορίες από προφίλ κοινωνικής δικτύωσης (χωρίς μάλιστα να είναι υποχρεωμένος να αναφέρει την υπόθεση στην οποία εργάζεται). Δηλαδή, παρότι πρέπει να υπάρχουν όρια σε τέτοιες συμπεριφορές, η Επιτροπή έκρινε ότι τα όρια αυτά δεν υπερβαίνει η χρήση αποκλειστικά αληθινών στοιχείων για την απόκτηση πρόσβασης σε συγκεκριμένο Διαδικτυακό Τόπο.

Η παραπάνω απόφαση, παρότι σε διαφορετικό νομικό σύστημα, το οποίο μάλιστα δεν αναγνωρίζει το Δίκαιο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, θεωρώ ότι κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση της επαύξησης της προστασίας του ατόμου σε ιντερνετικές συνθήκες, εξαιτίας κυρίως της μη εξοικείωσής του ακόμα με τις πλήρεις συνέπειες των πράξεών του – ακόμα και της πιο απλής όπως είναι η αποδοχή ενός νέου «φίλου» στο facebook. Από όσο γνωρίζω στην Ελλάδα παρόμοια περιστατικά δεν έχουν ανακύψει, επειδή όμως ο αριθμός χρηστών τέτοιων εφαρμογών συνεχώς αυξάνει (όπως άλλωστε και η εξοικείωση των ελλήνων δικηγόρων με τις νέες τεχνολογίες), όταν κάτι τέτοιο πράγματι συμβεί καλό θα ήταν να είχαμε υπόψη μας τη λύση που έδωσε ο Δικηγορικός Σύλλογος της Νέας Υόρκης.